Είναι αδύνατο να πάρει μπροστά η χειμαζόμενη λόγω κορωνοϊού οικονομία με μόνες τις κρατικές επιχορηγήσεις. Τα «οκτακοσάρια» που δόθηκαν ή εξακολουθούν να δίνονται από το δημόσιο ταμείο δεν αρκούν ούτε για τα στοιχειώδη. Και δεν θα αρκέσουν ακόμη και αν ριχθούν στην αγορά όλα τα αποθεματικά του Κράτους, όπως κάποιοι –μάλλον ανεύθυνα- ζητούν.
Αλλά και ο «πακτωλός» των ευρωπαϊκών κονδυλίων –περί τα 60 δισ. ευρώ για την επόμενη επταετία- που έχει εξαγγελθεί ότι θα διατεθούν για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μπορεί να αποδεχθούν ανεπαρκή εφόσον δεν συνοδευτούν από την αναγκαία μόχλευση, τη δυνατότητα δηλαδή να επενδυθούν μεγαλύτερα κεφάλαια από αυτά τα οποία πραγματικά έχουν στη διάθεσή τους οι επιχειρήσεις.
Με άλλα λόγια, επιστροφή στην ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει όσο το εγχώριο τραπεζικό σύστημα αρκείται στη σιγουριά των υψηλών προμηθειών που καρπώνεται από τη ραγδαία επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και δεν ασκεί το βασικό καθήκον που έχουν από τη φύση τους τα πιστωτικά ιδρύματα και το οποίο δεν είναι άλλο από το να χορηγούν δάνεια και πιστώσεις με προσιτά επιτόκια.
Οι περισσότεροι επιχειρηματίες που πήγαν τις τελευταίες ημέρες στις τράπεζες ακούγοντας τις κυβερνητικές εξαγγελίες για μια σειρά χρηματοδοτικά εργαλεία που υποτίθεται ότι έχουν τεθεί στη διάθεσή τους προκειμένου να σταθούν όρθιοι και να μη γονατίσουν από τις συνέπειες που είχε στον οικονομικό πεδίο η υγειονομική κρίση, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια ψυχρολουσία.
Δυστυχώς, οι όροι και οι προϋποθέσεις που τους τίθενται προκειμένου να χρηματοδοτηθούν είναι μάλλον αποτρεπτικοί. Ακόμη και συνεπείς δανειολήπτες έρχονται αντιμέτωποι με τόσα εμπόδια που φεύγουν απογοητευμένοι από τα τραπεζικά καταστήματα καθώς αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει «μπαταχτσήδες» όπως μαρτυρούν οι εγγυήσεις που τους ζητούνται και που είναι αδύνατον να καλυφθούν.
Η στάση που τηρούν τα τραπεζικά στελέχη «καίει πάρα πολύ κόσμο» στον χώρο των επιχειρήσεων, λένε άνθρωποι που έχουν (επί)γνωση της κατάστασης που δημιουργείται τις τελευταίες εβδομάδες στην αγορά. Για παράδειγμα, εκτιμήσεις που είναι εν γνώσει κυβερνητικών αξιωματούχων αναφέρουν ότι από τις περίπου 30.000 επιχειρήσεις που έχουν ζητήσει να ενταχθούν στο ΤΕΠΙΧ ΙΙ, είναι ζήτημα αν έχουν μέχρι στιγμής ικανοποιηθεί 300 με 400 εταιρίες σε όλη τη χώρα.
Παρόλο που το ΤΕΠΙΧ ΙΙ είναι πρόγραμμα χορηγήσεων δανείων για Κεφάλαιο Κίνησης με διετή επιδότηση σε ποσοστό 100% των επιτοκίων, οι τράπεζες αρνούνται προκλητικά να ακολουθήσουν τις «παραινέσεις» του υπουργού Ανάπτυξης Άδωνι Γεωργιάδη να μην ζητούν εγγυήσεις για τις χορηγήσεις.
Οι καταγγελίες που φθάνουν στην κυβέρνηση είναι πολλές και κάνουν λόγο για απειλές λουκέτου από επιχειρήσεις που στη διάρκεια της καραντίνας στέγνωσαν από ρευστότητα και δυσκολεύονται να ξεκινήσουν τη λειτουργία τους. Υγιείς εταιρίες που δεν χρωστούν πουθενά και επιζητούν χρηματοδότηση για να επεκτείνουν το δίκτυο πωλήσεων τους βρίσκουν απέναντί τους ένα ψηλό και ανυπέρβλητο τείχος άρνησης που υψώνουν οι τραπεζίτες με τις παράλογες εγγυήσεις που απαιτούν.
Επισείοντας, μάλλον προσχηματικά, τον κίνδυνο να δημιουργηθεί μια «νέα γενιά κόκκινων δανείων», αλλά στην πραγματικότητα εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι ορίζονται στις θέσεις τους από τους δανειστές, οι διοικούντες τις συστημικές τράπεζες αγνοούν προκλητικά τόσο τις νουθεσίες της κυβέρνησης όσο και τις απαιτήσεις της οικονομικής πραγματικότητας που διαμορφώνεται στη χώρα.
Πριν από μερικούς μήνες χρειάστηκε να κληθούν στο Μέγαρο Μαξίμου για να πειστούν να βάλλουν κάποιο φρένο στο κρεσέντο της αύξησης των προμηθειών στις τραπεζικές συναλλαγές που -κατά παράβαση κάθε έννοιας ανταγωνισμού- είχαν όλες μαζί αποφασίσει να εφαρμόσουν. Λέγεται ότι τότε χρειάστηκε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης να τους προειδοποιήσει με κυρώσεις για να δείξουν ότι συμμορφώνονται, χωρίς, ωστόσο, να πάρουν πίσω όλες τις χρεώσεις που στο μεταξύ είχαν επιβάλει.
Κάποιος, λοιπόν, πρέπει να τρίξει (και πάλι) τα δόντια στις τράπεζες, οι οποίες αν υφίστανται σήμερα το οφείλουν στους Έλληνες φορολογουμένους που πλήρωσαν αδρά για τη διάσωσή τους. Σε αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή αφεθούν να συνεχίσουν την έως τώρα κοντόθωρη τακτική τους να μη δίνουν δάνεια και να βολεύονται με τα έσοδα από τις προμήθειες, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα αποδειχθεί άπιαστος στόχος.
Ζητείται τόλμη!