Είναι αρκετά χρόνια τώρα κατά τα οποία κάθε φορά που διαλύεται η Βουλή, στον απολογισμό που κάνουν οι σκεπτόμενοι πολίτες βρίσκουν ότι τα πράγματα πήγαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά.
Από το 2004 έως το 2007, από το 2007 έως το 2009, από το 2009 έως το 2012, από το 2012 έως το 2015 και από το 2015 έως το 2019, παρατηρείται μια συνεχής διολίσθηση τόσο στην ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης όσο και στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι αιρετοί εκπρόσωποι που εμείς στείλαμε στη Βουλή.
Στο κλείσιμο κάθε μιας από αυτές τις περιόδους, οι περισσότεροι συνομολογούν ότι ίσχυσε το «κάθε πέρυσι και καλύτερα…». Οι ελπίδες, ωστόσο, για αντιστροφή του κλίματος, στη λογική του «δεν πάει παρακάτω», κάθε φορά διαψεύδονται. Αποδεικνύεται ότι ο κατήφορος δεν έχει πάτο…
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την μεθυστική μετα-ολυμπιακή αμεριμνησία ή από την παραλυτική δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή, που με πρόσχημα την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η χώρα έπλεε σαν ακυβέρνητο καράβι; Οι έκτακτες συνθήκες που –μοιραία;- ακολούθησαν, δυστυχώς όχι μόνον δεν βελτίωσαν την κατάσταση αλλά καταφανώς τη δυσχέραναν.
Και κάπως, έτσι, τη μνημονιακή καταβύθιση των περιόδων διακυβέρνησης από τους Γιώργο Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα, τη διαδέχθηκε ο μοναδικός στα χρονικά εκμαυλισμός βουλευτών από τον Αλέξη Τσίπρα που κυβέρνησε τη χώρα προσελκύοντας μεμονωμένους βουλευτές από… έξι διαφορετικά κόμματα.
Από τη μια άκρη, οπότε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών «λάκιζαν», μετακινούμενοι σε άλλα κόμματα για να μη πάρουν την ευθύνη της υπερψήφισης των σκληρών μέτρων τα οποία επέβαλαν τα Μνημόνια και ο κίνδυνος της άμεσης χρεοκοπίας, φθάσαμε στην άλλη άκρη. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ψήφιζαν, σχεδόν χωρίς αντίρρηση, πολύ χειρότερα μέτρα από εκείνα που οι προηγούμενοι δεν διανοούνταν να εγκρίνουν.
Η… συντηρητική κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συγκλονιζόταν συθέμελα προτού καταφέρει να περάσει από τη Βουλή ήσσονος σημασίας ρυθμίσεις, όπως η μικρή επιμήκυνση στην προθεσμία κατανάλωσης του γάλακτος. Η… προοδευτική κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου περνούσε αβρόχοις ποσί ακόμη και την κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους μικροσυνταξιούχους ή την παράδοση ολόκληρης της δημόσιας περιουσίας στο ελεγχόμενο από τους δανειστές «Υπερταμείο».
Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ότι μια πλειάδα βουλευτών οι οποίοι άλλαξαν στρατόπεδο, χαλώντας τον κόσμο επειδή δεν τους πήγαινε να ψηφίσουν Μνημόνια, στη συνέχεια δεν είχαν πρόβλημα να πουν «ναι σε όλα» αρκεί αυτή η οβιδιακή μεταμόρφωσή τους να διευκόλυνε την επανεκλογή τους με τη νέα σημαία ευκαιρίας που σήκωναν.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι για ορισμένους εξ αυτών οι πολίτες – ψηφοφόροι επιβράβευσαν την αναξιοπιστία, ου μην αλλά και την αναξιοπρέπεια, που επέδειξαν, επιλέγοντας να τους στείλουν εκ νέου στο Κοινοβούλιο ή να τους εξασφαλίσουν καταφύγιο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Εξηγήσεις για το φαινόμενο που θέλει τους διαμαρτυρόμενους πολίτες να ξαναψηφίζουν εκείνους για την συμπεριφορά των οποίων διαμαρτύρονται, υπάρχουν πολλές. Η ελλιπής γνώση, η λάθος εκτίμηση και κυρίως η κυριαρχία του κριτηρίου της αναγνωρισιμότητας, η οποία δεν συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με τη συνέπεια και την αξιοσύνη, είναι μερικές από αυτές.
Οι εξηγήσεις, όμως, δεν αποτελούν και δικαιολογίες. Και σίγουρα δεν μπορεί να λειτουργούν ως άλλοθι για να παρακολουθούμε και να αποδεχόμαστε παθητικά τη διαρκή καθοδική πορεία που παρατηρείται γύρω μας με την επίπλευση των φελλών, την επικράτηση των λαϊκιστών και τον εξοβελισμό από το προσκήνιο όσων τολμούν να πουν άβολες αλήθειες.
Γι΄ αυτό και στις εκλογές που έρχονται, καθώς θα πηγαίνουμε προς την κάλπη ας έχουμε κατά νου ότι, εκτός από το ψηφοδέλτιο του κομματικού σχηματισμού που θα επιλέξουμε, επειδή μας έπεισε ότι ικανοποιεί περισσότερο αυτό που εμείς θεωρούμε δημόσιο συμφέρον, διαθέτουμε και τη δύναμη του σταυρού προτίμησης με την οποία μπορούμε να καθορίσουμε εκείνους που θα μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να αφιερώσουμε λίγο ή και περισσότερο χρόνο για να σχηματίσουμε προσωπική άποψη για όσους διεκδικούν την ψήφο μας. Διαβάζοντας έντυπα, σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή ρωτώντας εκείνους που μπορεί να έχουν καλύτερη γνώση, μπορούμε να διακρίνουμε ποιος είναι άξιος γιατί, για παράδειγμα, στην προηγούμενη ζωή του έχει κάνει κάτι που αξίζει.
Μελετώντας θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ποιος μπήκε στη λίστα των υποψηφίων επειδή είναι γόνος πολιτικού τζακιού, γέννημα του κομματικού σωλήνα, δημιούργημα της τηλεοπτικής υπερπροβολής ή και σκέτος γυρολόγος της πολιτικής που «τρούπωσε» εκεί που βρίσκεται διότι δεν είχε τίποτε αποδοτικότερο να κάνει στη ζωή του.
Όχι, τίποτε άλλο, αλλά να προσπαθήσουμε να βάλουμε, έστω, λίγο φρένο στο αποκαρδιωτικό «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Στο χέρι μας είναι. Κυριολεκτικά!