Πριν από μερικά χρόνια είχα εντυπωσιαστεί όταν, σε ένα ταξίδι στη Βιέννη πίνοντας με την παρέα μου τον καφέ μας απέναντι από τα κυβερνητικά κτίρια, είδαμε τον τότε καγκελάριο της Αυστρίας Βόλφγκανγκ Σούσελ να προσέρχεται με φακέλους ανά χείρας και να πιάνει ένα λίγο απόμερο τραπέζι.

Τον ακολουθούσε μια ομάδα προσώπων, η οποία, εξαιτίας της αναγνωρίσιμης φιγούρας της πανύψηλης υπουργού Εξωτερικών Ούρσουλα Πλάσνικ, που ήταν τότε πανευρωπαϊκά γνωστή, αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για μέλη του αυστριακού υπουργικού συμβουλίου που είχαν προσέλθει με τους χαρτοφύλακες τους για να συνεδριάσουν.

Ήταν μια συνεδρίαση, η οποία χωρίς καμία επισημότητα, παρατρεχάμενους, κάμερες, δημοσιογράφους και τα συμπαρομαρτούντα, ούτε κάποιο –εμφανές τουλάχιστον- ιδιαίτερο μέτρο ασφαλείας, είχε απλώς συγκληθεί έξω από το κυβερνητικό μέγαρο. Ίσως και επειδή –όχι και τόσο συνηθισμένο στην Αυστρία- η μέρα ήταν αρκετά ηλιόλουστη.

Ανέσυρα τη συγκεκριμένη εικόνα στη μνήμη μου καθώς παρακολουθούσα την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του Αλέξη Τσίπρα. Καθώς ο σκηνοθέτης ήθελε να αλλάζει πλάνα, μετακινούσε συχνά την κάμερα και έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την αφόρητη βαρεμάρα στα πρόσωπα της πλειονότητας των μελών της κυβέρνησης.

Οι περισσότεροι, άλλωστε, είχαν προσέλθει στην αίθουσα κρατώντας στο ένα χέρι το κινητό τηλέφωνο και έχοντας το άλλο στην τσέπη, γνωρίζοντας ότι βρέθηκαν εκεί μόνον και μόνον για να αποτελέσουν το ντεκόρ στην εκφώνηση μιας ακόμη απολύτως προβλέψιμης ομιλίας που κανείς δεν ήξερε σε ποιους και γιατί απευθυνόταν.

Δεν πρέπει, ωστόσο, να τους αδικούμε. Δεν είναι εύκολο να είσαι υποχρεωμένος να ακούς επί 27 ολόκληρα λεπτά της ώρας χιλιοειπωμένες πομφόλυγες του τύπου «η χώρα αποτελεί σήμερα ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα επιτυχίας, στο οποίο αναφέρονται όλοι οι εταίροι μας με κολακευτικά σχόλια σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά φόρα».

Ούτε, ακόμη και αν είσαι ο… Θάνος Μωραΐτης, μπορείς να δείξεις ότι σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον ισχυρισμοί του τύπου «όλα αυτά ίσως να μην τα διαβάσουμε στα πρωτοσέλιδα ορισμένων κυριακάτικων εφημερίδων, πολλών εξ αυτών κρατικοδίαιτων, υπό την έννοια ότι ζουν από θαλασσοδάνεια που ποτέ δεν ελέγχθηκαν από τους ιθύνοντες του τραπεζικού μας συστήματος».

Μόνον… λωτοφάγοι, εξάλλου, θα είχαν απωθήσει από τη μνήμη τους ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έστησε πολύμηνα σόου στην αποκαλούμενη «Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια κομμάτων και μέσων ενημέρωσης», στην οποία έσυρε σχεδόν μόνον όσους της ασκούν κριτική –και πάντως εξαίρεσε προκλητικά τους καταχρεωμένους φίλους της- προτού να καταλήξει το όλο καθαρτήριο εγχείρημα σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο.

Γι΄ αυτό και το -μάλλον ασυνήθιστο για τα ήθη που επικρατούν στις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες- χειροκρότημα, με το οποίο… αντέδρασαν οι υπουργοί και οι υφυπουργοί στο κλείσιμο της πρωθυπουργικής αγόρευσης, απέπνεε περισσότερο ανακούφιση και λιγότερο ικανοποίηση. Ήταν, πιθανότατα, η ανακούφιση που αισθάνεται ο καθένας όταν νοιώθει να χάνει ασκόπως τον χρόνο του.

Μπορεί να μην είναι όλοι τους πολυάσχολοι, αλλά, όπως και να έχει, κάτι καλύτερο θα είχαν να κάνουν από το να βλέπουν την απέλπιδα προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις και να πείσει –ποιους άραγε;- ότι «η χώρα μας μέσα στα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει όσα λίγοι πίστευαν ότι θα μπορέσει να καταφέρει. Και τα πέτυχε αυτά, βεβαίως με τις δικές μας προσπάθειες, αλλά κυρίως με τη στήριξη του ελληνικού λαού».

Ο αθηναϊκός ήλιος, άλλωστε, έξω από τη μουντή αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου ήταν αναμφισβήτητα μεθυστικός. Και χωρίς αμφιβολία δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να συγκριθεί με τη Βιέννη του Βόλφγκανγκ Σούσελ…

Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, το υπουργικό συμβούλιο στη χώρα μας έχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάψει να επιτελεί τον ρόλο που επιτάσσει το Σύνταγμα. Με εξαίρεση κάποιες συνεδριάσεις μαμούθ επί της πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου, σχεδόν ποτέ δεν ελήφθησαν ουσιαστικές αποφάσεις στο θεσμικό αυτό όργανο της ελληνικής Πολιτείας.

Λίγο το πολυπρόσωπο του οργάνου, ακόμη περισσότερο η ανάληψη όλων των εξουσιών από τον πρωθυπουργικό περίγυρο, η παρουσία των υπουργών και των υφυπουργών στις σπανιότατες συνεδριάσεις της ολομέλειας των κυβερνητικών στελεχών είναι, κατά τα ψέματα, διακοσμητική.

Εκείνο, ωστόσο, το οποίο, μέσα σε αυτή τη γενική επισήμανση, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο είναι ότι η θεσμική κατάπτωση των τελευταίων χρόνων δεν έχει το προηγούμενό της.

Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν καταγγελθεί υπουργοί ότι εκβιάστηκαν από άλλους υπουργούς, καταφεύγοντας στη Δικαιοσύνη για να λύσουν τις διαφορές τους. Ούτε έχει διανοηθεί ποτέ κυβερνητικό στέλεχος να κάνει απειλητικά τηλεφωνήματα στον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας με σκοπό να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο της συνομιλίας.

Και ο λόγος που δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη αυτή η πρωτοφανής κατάπτωση των πολιτικών ηθών είναι διότι όλα αυτά –μην γελιόμαστε- τυγχάνουν της απολύτου προσωπικής εγκρίσεως του πρωθυπουργού. Του πρωθυπουργού ο οποίος, όταν δεν καθοδηγεί, καλύπτει τους παρεκτρεπόμενους υπουργούς του.

Μιλάμε, άλλωστε, για τον πρωθυπουργό ο οποίος για να περιγράψει το απερίγραπτο συνονθύλευμα των προσώπων που συναπαρτίζουν την κυβέρνησή του χρησιμοποιεί τα εξής απίθανα λόγια:

«Γύρω της συσπειρώθηκαν και συνεχίζουν να συσπειρώνονται δυνάμεις από όλο το φάσμα το δημοκρατικό. Δυνάμεις και πρόσωπα που δεν ανήκουν αποκλειστικά στον χώρο της Αριστεράς, αλλά προέρχονται και από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, τον χώρο της οικολογίας, αλλά και της λαϊκής κεντροδεξιάς».
Τόμπολα!