Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.
Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.
Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.
Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.
Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.
Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.
Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική. Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.
Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.
Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.
Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.