Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που συμπληρώνονται την επόμενη χρονιά από την Εθνική Παλιγγενεσία,είναι, κακά τα ψέματα, πολύ σπάνιες οι φορές που οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις έβαλαν στην άκρη τα κομματικά συμφέροντα και άφησαν εκτός του πεδίου αντιπαράθεσής τους την εξωτερική πολιτική.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τα βασικά κόμματα ήταν το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό». Αλλά και μεταγενέστερα, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες δύσκολα διέκρινε κανείς τις διαφορές που χώριζαν τις κομματικές ηγεσίες, οι τελευταίες «εφεύρισκαν»λόγους για να διαφωνήσουν μεταξύ τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αντιπολίτευση επέκρινε τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τις εισηγήσεις της, ανεξαρτήτως πολύ φορές του γεγονότος ότι, αν είχε την ευθύνη των χειρισμών, και η ίδια θα έκανε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα.
Τα παραδείγματα με τη διαρκή επανάληψη του φαινομένου που μπορεί να παραθέσει κάποιος είναι πολλά. Για να μείνουμε μόνον στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκεί να υπενθυμίσουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, καθώς και το μνημονιακό δρόμο που υποχρεωτικά ακολουθήσαμε μετά τη χρεωκοπία του 2009-2010.
Άλλη λιγότερο και άλλη περισσότερη, οι (τρεις, πλέον) μεγάλες παρατάξεις που διαχειρίστηκαν τα μείζονα αυτά ζητήματα,τα οποία άπτονται άμεσα και καθοριστικά με τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα, ακολούθησαν την ίδια πορεία. Μια πορεία που συχνά ήταν αντίθετη με όσα υποστήριζαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση.
Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις αιματηρές ταραχές στην Αθήνα κατά την περίοδο 1955-1959 και το ανελέητο ξύλο που έπεφτε στους δρόμους της πρωτεύουσας εις βάρος αντιπολιτευόμενων διαδηλωτών που ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Τις επανειλημμένες εντάσεις γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό»;
Ή το γεγονός ότι με λίγες εξαιρέσεις –μια από τις οποίες είναι η… Θεοδώρα Τζάκρη που τα ψήφισε όλα!- η συντριπτική πλειονότητα όσων διετέλεσαν βουλευτές τη δεκαετία 2009 – 2019 ψήφισε τουλάχιστον ένα Μνημόνιο και καταψήφισε ένα άλλο; Για όσους δεν θυμούνται οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν το πρώτο και το δεύτερο, της ΝΔ μόνον το δεύτερο και του ΣΥΡΙΖΑ μόνο το τρίτο.
Χωρίς διάθεση συμψηφισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κατάλογος με τα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα «ανομήματα» και τις παλινωδίες όλων των παρατάξεων στους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής είναι μεγάλος. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως οι κατηγορίες για «μειοδοσίες» –ου μην αλλά και «προδοσίες»- διατυπώθηκαν από περισσότερες της μιας πλευρές.
Τούτων δοθέντων, ωστόσο, έχω την αίσθηση ότιο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση με τη στάση που τήρησε στη Βουλή κατά τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο,δεν ακολούθησε απλώς την πεπατημένη, αλλά μάλλον «υπερέβη τα εσκαμμένα».
«Υπερέβη τα εσκαμμένα», πρώτον, διότι ήρθε σε αντίθεση με όσα ο ίδιος ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας μόλις πρόσφατα υποστήριξε δημοσίως -και ενώ είχε χάσει τις εκλογές- για μερική οριοθέτηση. Και, δεύτερον, διότι δεν έμεινε στο δικό του πολιτικά αμήχανο «παρών» -αν ήταν τόσο κακή η συμφωνία, ας την καταψήφιζε…-, αλλά υπέβαλε αίτημα ονοματικής ψηφοφορίας για να καθυστερήσει επί ένα εικοσιτετράωρο την υπερψήφισή της.
Αγνόησε, έτσι την ιδιαιτερότητα των στιγμών που συνιστά η πολυήμερη πρόκληση των ερευνών του Ορούτς Ρέις μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά τις κυβερνητικές εκκλήσεις να αναθεωρήσει τη στάση και να μην παρεμποδίσει ασκόπως την έγκαιρη υπερψήφιση της συμφωνίας.
Δεν θέλει ειδική αναλυτική δεινότητα για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτές τις πολιτικές ακροβασίες της Κουμουνδούρου δεν κρύβονται παρά προφανείς μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όπως είχαν κάνει και στην περίοδο του «Μακεδονικού», στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν και πάλι τώρα στην εικαζόμενη αντίδραση των «σκληρών» στελεχών της γαλάζιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας που με προεξάρχοντα τον Αντώνη Σαμαρά είναι επιφυλακτικοί στην έναρξη διαλόγου με την Άγκυρα.
Όντας στη διακυβέρνηση, με τη συμφωνία των Πρεσπών διέσπασαν την εθνική ενότητα προσδοκώντας ανομολόγητα οφέλη από τον εσωτερικό διχασμό της ΝΔ. Και παρότι διαψεύστηκαν τότε οι προσδοκίες του, με την ίδια συλλογιστική κινούνται και τώρα, ζητώντας μάλιστα από τους βουλευτές να πάρουν θέση ο καθένας χωριστά, κάτι που αν συμβεί η δική τους «γραμμή» για «παρών» θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα.
Το πλέον παράδοξο όλων, όμως, είναι ότιέπειτααπό τους πρωτοφανείς αυτούς κοινοβουλευτικούς τακτισμούς ζητούν από τη σημερινή κυβέρνηση να κάνει αυτό που οι ίδιοι –και σωστά ίσως- δεν έκαναν με τις διχαστικές «Πρέσπες»: να συγκαλέσει, δηλαδή, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.
Γιατί άραγε; Για να συζητήσουν τί οι διαφωνούντες αρχηγοί; Ποιο νόημα έχει το Συμβούλιο όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να ψηφίσουν από κοινού για θέματα για τα οποία όταν είχαν την ευθύνη έκαναν τα ίδια πράγματα; Μήπως θα άλλαζαν γνώμη ο Αλέξης Τσίπρας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας ή ο Κυριάκος Βελόπουλος εάν τους καλούσε η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου να καθίσουν δίπλα δίπλα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Φώφη Γεννηματά, που –χωρίς να συμπίπτουν οι θέσεις τους- λένε «ναι» στη συμφωνία με την Αίγυπτο;
Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις προφανείς. Όσο προφανής είναι και η απέραντη υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει Συμβούλιο Αρχηγών.