Η δυστοκία που παρατηρείται στην αγωνιώδη προσπάθεια να βρεθεί υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ που θα κατέλθει στον Δήμο Αθηναίων δεν είναι παρά μόνον η «κορυφή του παγόβουνου» πίσω από την οποία δεν μπορεί να κρυφθεί η στελεχιακή γύμνια που χαρακτηρίζει το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα.
Όσο και αν οι πολυπλόκαμοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που έχουν τεθεί στην υπηρεσία της κυβέρνησης πασχίζουν να πείσουν για το αντίθετο, γεγονός αναμφισβήτητο αποτελεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε μια περίκλειστη λέσχη στελεχών, η οποία, παρά τον εμπλουτισμό της από διάφορους θεσιθήρες που μετακινήθηκαν από το ΠΑΣΟΚ την περίοδο του ανοδικού κύματος, δεν κατάφερε να αποκτήσει ερείσματα στο ευρύ κοινωνικό σώμα.
Παρά τις αναμφίβολες εκλογικές επιτυχίες τις οποίες είχε αρχικά στις δίδυμες κάλπες του 2012, που τον έφεραν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και εν συνεχεία στις αναμετρήσεις του 2015, που του έδωσαν την διακυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να γίνει το μεγάλο και μαζικό κόμμα που θα υποκαθιστούσε το ΠΑΣΟΚ και θα αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο «αντίπαλον δέος» απέναντι στη ΝΔ στο παραδοσιακό παιχνίδι της δικομματικής εναλλαγής.
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές που διεξήχθησαν στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, δηλαδή τον Μάιο του 2014, ήταν η πρώτη σοβαρή ένδειξη ότι το φουντωμένο δένδρο του ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε ρίζες στις τοπικές κοινωνίες. Η σχετικά άνετη επικράτησή του στην κάλπη των ευρωεκλογών, δεν είχε την ίδια εξέλιξη στις κάλπες για τους Δήμους και τις Περιφέρειες που έγιναν ταυτόχρονα.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι υποψήφιοι που είχαν το χρίσμα της Κουμουνδούρου κατέγραψαν χαμηλές έως πολύ χαμηλές επιδόσεις. Και έτσι στα δύο όργανα εκπροσώπησης των δύο αυτοδιοικητικών βαθμίδων, την ΚΕΔΕ και την ΕΝΠΕ, οι ΣΥΡΙΖΑίοι «τοπικοί άρχοντες» ήταν μειοψηφία.
Ένας από τους λόγους της αποτυχίας τους ήταν η αλαζονεία του μικρομεγαλισμού από τον οποίο διακατείχοντο τότε τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Αλαζονεία η οποία μαζί με το διχαστικό πνεύμα ήταν τα δύο κύρια χαρακτηριστικά με τα οποία εφόρμησαν για να πάρουν όλες τις εξουσίες: στην αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, στη Βουλή και όπου αλλού –Δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές, μέσα ενημέρωσης και επιχειρήσεις- μπορούσαν να βάλουν πόδι με θεμιτά ή αθέμιτα μέσα.
Κατά έναν πρωτοφανώς απαράδεκτο τρόπο, είχαν μοιράσει τους πολίτες σε «μνημονιακά μιάσματα» και «αντιμνημονιακούς οσίους». Όποιον κατέτασσαν στη δεύτερη κατηγορία, είχε καλώς. Όποιος, από την άλλη, υποστήριζε λογικά πράγματα, όπως αυτά που και οι ίδιοι υποχρεώθηκαν να αποδεχθούν ενάμισι χρόνο αργότερα, ήταν δακτυλοδεικτούμενος, τον στοχοποιούσαν και, αν δεν έκανε δήλωση αντιμνημονιακής νομιμοφροσύνης, μέχρι και την… καλημέρα του έκοβαν.
Αυτά το 2014. Τότε που η σημερινή υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη Κατερίνα Παπακώστα ήταν για τα φίλα προσκείμενα στην Κουμουνδούρου μέσα ενημέρωσης η… «Ζαρούλια της ΝΔ». Τότε που είχε βγει απαγορευτικό συνεργασίας με στελέχη του ΠΑΣΟΚ που δεν έδιναν «γη και ύδωρ» στους επελαύνοντες προς την εξουσία παραγοντίσκους του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι είχαν μεθύσει από την ξαφνική έξοδό τους από το περιθώριο στο οποίο τους κατέτασσαν επί δεκαετίες οι ψηφοφόροι.
Τεσσεράμισι χρόνια αργότερα, αν εξαιρέσει κανείς τις ψευδεπίγραφες διακηρύξεις που εφευρίσκονται για να δικαιολογηθούν οι κωλοτούμπες, τίποτε άλλο δεν θυμίζει το παρελθόν. Οι άλλοτε «συφοριασμένοι» ΠΑΣΟΚοι έχουν γίνει… πολύφερνες νύφες. Σε Δήμους και Περιφέρειες όλης της επικράτειας, όποιος διαθέτει ακόμη και την παραμικρή προϋπηρεσία με «πράσινο» συνδυασμό, ή μπορεί να πάρει χρίσμα από το ΚΙΝΑΛ, βλέπει τους ΣΥΡΙΖΑίους να σπεύδουν αυτοβούλως να στοιχηθούν πίσω του.
Αντιστρέφοντας συνήθειες δεκαετιών έχουμε φθάσει στο απίστευτο σημείο αντί να ζητούν χρίσματα οι υποψήφιοι, αυτά να τους προσφέρονται από την Κουμουνδούρου, οι άνθρωποι της οποίας, επειδή στις περισσότερες περιοχές δεν βρίσκουν υποψηφίους, ψάχνουν να… κρυφτούν πίσω από προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ υποψηφίους.
Το αστείο, μάλιστα, είναι ότι προκειμένου να καλύψουν την αδυναμία τους και να αποφύγουν τη συντριπτική ήττα που όλα δείχνουν ότι περιμένει τους δικούς τους υποψηφίους, ισχυρίζονται πως δήθεν άλλαξαν τακτική και δεν θα δώσουν χρίσματα αυτοί που έχριζαν υποψηφίους ακόμη και όταν με το ζόρι περνούσαν το κατώφλι του 3% σε πανελλαδική βάση.
«Δεν θα ακολουθήσουμε τη λογική των κομματικών χρισμάτων στις αυτοδιοικητικές», δηλώνει ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ Πάνος Σκουρλέτης. «Είναι μια λογική παλαιάς κοπής, που ακολουθεί ο κ. Μητσοτάκης», υποστήριξε από τη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε για να… χρίσει(!) υποψήφια για τον δεύτερο Δήμο της χώρας την υφυπουργό Κατερίνα Νοτοπούλου. Η τελευταία, άλλωστε, επιστρατεύθηκε για να καλύψει -εκούσα, άκουσα- το κενό που δημιούργησε η απόφαση του νυν δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη να μην διεκδικήσει νέα θητεία, παρά τη στήριξη που έλαβε από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα ο οποίος εγκαινίασε πρώτος την τακτική του «παίζουμε κρυφτούλι πίσω από τους ΠΑΣΟΚους».
Η επιλογή αυτή του κ. Τσίπρα δεν ήταν τυχαία. Είναι αποτέλεσμα μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας που έχει δημιουργηθεί εξαιτίας της ψυχρολουσίας που επεφύλαξε στους Έλληνες η διακυβέρνηση των τελευταίων χρόνων. Όπου στήνονται κάλπες, από τους φοιτητές ως τους τραπεζοϋπαλλήλους και από τους δικηγόρους και τους γιατρούς έως τους εκπαιδευτικούς και άλλους δημοσίους υπαλλήλους, οι ΣΥΡΙΖΑϊκές δυνάμεις υφίστανται καταποντισμό σε βαθμό που η Κουμουνδούρου κινδυνεύει να μείνει με μικρότερα ερείσματα στους μαζικούς χώρους από εκείνα που είχε όταν ήταν στο 3%.
Τα ρουσφέτια και οι κάθε είδους μικροεξυπηρετήσεις, η παρεοκρατία και ο νεποτισμός και γενικώς η αναπαραγωγή όλων των παλαιοκομματικών μεθόδων στην οποία επιδόθηκε η τετραετής διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στάθηκαν ικανές συνθήκες για να αντιστρέψουν την πορεία. Η ανικανότητα και η αναποτελεσματικότητα ανεπάγγελτων, κατά βάση, ανθρώπων, οι οποίοι επί χρόνια το μόνο που είχαν μάθει ήταν να κάνουν κριτική, δεν μπορούσαν μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα να ανατραπούν.
Γι΄ αυτό δεν βρίσκουν υποψηφίους. Και γι΄ αυτό εκείνοι οι… τολμηροί, οι οποίοι μπορεί εν τέλει να βρεθούν, θα πρέπει να ετοιμάζονται για πολύ δυνατό… «μαύρισμα»!