Η Απόφαση για τις «γερμανικές επανορθώσεις» που έλαβε χθες η Ολομέλεια της Βουλής των Ελλήνων –«με ευρύτατη πλειοψηφία», όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρός της Νίκος Βούτσης- θα μπορούσε, υπό μία έννοια, να αποδειχθεί και… ιστορική.
Μόνον, όμως, που η «ιστορικότητα» της δεν έγκειται στο γεγονός ότι τα όσα διημείφθησαν στην πολύωρη κοινοβουλευτική διαδικασία συζήτησης του θέματος σηματοδοτούν κάτι καινούργιο επί του χρονίζοντος ζητήματος των αξιώσεων της χώρας μας έναντι της Γερμανίας.
Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Διότι, πέρα από τους βερμπαλισμούς που περίσσεψαν στις αγορεύσεις των περισσότερων βουλευτών που μίλησαν, εκείνο που συνάγεται δεν είναι παρά η (μάλλον) άδοξη κατάληξη μιας υπόθεσης πάνω στην οποία «επενδύθηκαν» μείζονες πολιτικές αυταπάτες και καλλιεργήθηκαν πολυετείς παραπλανήσεις του ελληνικού λαού.
Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι μια μεγάλη μερίδα συμπατριωτών μας πίστεψε και ψήφισε κόμματα και πολιτικούς που ισχυρίζονταν ότι η χώρα θα ξεχρέωνε με τα δισεκατομμύρια τα οποία θα ελάμβανε από τις γερμανικές επανορθώσεις. Θα έκανε κατόπιν «σεισάχθεια» σε όλους με τα χρήματα που θα αποκόμιζε από τη «λίστα Λαγκάρντ». Και θα επέστρεφε μισθούς και συντάξεις με τις εισπράξεις από την πάταξη των λαθρεμπορίου και από τις… άδειες για τις τηλεοπτικές συχνότητες.
Ακόμη και κατά τεκμήριο σοβαροί άνθρωποι –αν θεωρηθεί ότι αυτός ο χαρακτηρισμός συνάδει με πανεπιστημιακούς που έκαναν τόσο αφελείς και ακραία λαϊκίστικες προσεγγίσεις- όταν καλούνταν να απαντήσουν που θα βρεθούν τα 12 δισ. για το περιώνυμο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης» που είχε εξαγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, δεν απέφευγαν τον πειρασμό να αναμασούν τέτοιου είδους αυταπόδεικτες βλακείες με τις οποίες δηλητηρίαζαν τους Έλληνες οι οποίοι, εξ αυτού, δεν συνειδητοποίησαν ποτέ τις γενεσιουργές αιτίες και το εύρος της παρατεταμένης κρίσης που βιώνουμε.
Αφού ήταν τόσο απλό να εγγράψουμε στον κρατικό προϋπολογισμό τα 400 και… βάλε δισεκατομμύρια που μας χρωστούν οι Γερμανοί, όπως ισχυρίζονταν στελέχη της σημερινής κυβέρνησης, δεν υπήρχε λόγος να προβληματιζόμαστε για την αποπληρωμή του ελληνικού δημοσίου χρέους που ήταν κατά τι μικρότερο. Μπορούσαμε να το… συμψηφίσουμε με τις γερμανικές επανορθώσεις και να μας μείνει και υπόλοιπο για να χαρίσουμε τα ιδιωτικά χρέη από τα στεγαστικά δάνεια, τις απλήρωτες κάρτες και ό,τι άλλο.
Ακούγονται, ίσως, αστεία όλα αυτά στην παρούσα συγκυρία. Αλλά όσοι διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη είναι δύσκολο να ξεχάσουν τον χλευασμό με τον οποίο αντιμετωπίζονταν εκείνοι που προειδοποιούσαν για την φθηνή εξαπάτηση που υφίσταντο οι Έλληνες με αυτές τις γελοίες υποσχέσεις: για τη «λίστα Λαγκάρντ», το λαθρεμπόριο, τις τηλεοπτικές άδειες και, πολύ περισσότερο, τις γερμανικές οφειλές.
Όποιος έχει την παραμικρή αμφιβολία για τη διάσταση του θέματος, δεν έχει παρά να ανατρέξει στην ίδια την χθεσινή Απόφαση της Βουλής. Και δεν χρειάζεται να είναι συνταγματολόγος για να ξέρει ότι θεσμικά είναι παντελώς ανίσχυρο αυτό που έγινε χθες, καθώς ούτε το Σύνταγμα ούτε ο Κανονισμός της Βουλής προβλέπουν την έκδοση «Ψηφίσματος», όπως οιωνεί ήταν ο χαρακτήρας της επίμαχης Απόφασης της Ολομέλειας της Βουλής.
Αρκούν, άλλωστε, οι διατυπώσεις της ίδιας της Απόφασης για να αντιληφθεί ο οιοσδήποτε το άδοξο τέλος στο οποίο ουσιαστικά οδηγείται η πολυδιαφημισμένη διεκδίκηση. Η Βουλή των Ελλήνων δεν κάνει τίποτε περισσότερο από να «καλεί την ελληνική κυβέρνηση να προβεί σε όλες τις ενδεδειγμένες, ιδίως τις διπλωματικές και νομικές, ενέργειες για τη διεκδίκηση των οφειλών και την πλήρη ικανοποίηση όλων των αξιώσεων του Ελληνικού Κράτους από τον Α΄ και Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Με βάση, λοιπόν, τη συγκεκριμένη Απόφαση, η κυβέρνηση, όπως ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, θα προβεί τις επόμενες ημέρες σε «ρηματική διακοίνωση» προς το Βερολίνο, κάτι, βεβαίως, που έχει ξαναγίνει στο παρελθόν επί άλλων κυβερνήσεων, χωρίς, όμως, να… συγκινηθούν οι Γερμανοί οι οποίοι (επι-)μένουν στην… ηθική και μόνονν διάσταση της αναγνώρισης των θηριωδιών εις βάρος των Ελλήνων κατά τη ναζιστική Κατοχή.
Στην ίδια, εξάλλου, την Απόφαση γίνεται η παραδοχή ότι η προεργασία για τις διεκδικήσεις ξεκίνησε από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και η ότι η σημερινή κυβέρνησης κρατούσε το σχετικό Πόρισμα που καταρτίστηκε από Διακομματική Επιτροπή επί σχεδόν τρία χρόνια στα συρτάρια της Βουλής, από όπου ανεσύρθη τώρα για να χρησιμοποιηθεί στην αρξάμενη προεκλογική περίοδο.
Ο Αλέξης Τσίπρας δικαιολόγησε την καθυστερημένη ανάσυρση με τον ισχυρισμό ότι δεν ήθελε να δοθεί «το δικαίωμα στους κακεντρεχείς που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά της Ευρώπης να επαναλάβουν όσα άθλια είπαν το 2015…». Και ότι το κάνει τώρα που «η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Η ολοκλήρωση του προγράμματος, η έξοδος από την μνημονιακή επιτροπεία, η εξομάλυνση και η θεαματική βελτίωση στη συνέχεια των σχέσεων με τη Γερμανία έχουν δημιουργήσει ένα θετικό περιβάλλον, μια συνθήκη αλληλοκατανόησης, συνεργασίας και εμβάθυνσης του διαλόγου».
Πολλά ψέματα, μαζεμένα στην ίδια πρόταση. Ας μείνουμε μόνον σε δύο: Πρώτον, ήταν ο ίδιος και οι συνεργάτες του που το 2015 φαντασιώνονταν διαγραφή του χρέους μέσω συμψηφισμού με τις γερμανικές επανορθώσεις. Και δεύτερον, τη ώρα που διατυμπάνιζε την «έξοδο από τη μνημονιακή επιτροπεία», η κυβέρνησή του έπαιρνε πίσω το νομοσχέδιο για τις 120 δόσεις προς την εφορία και τα Ταμεία επειδή δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών.
Υ.Γ.: Το γεγονός ότι, μαζί με τους κυβερνητικούς, την Απόφαση για τις επανορθώσεις ψήφισαν –εκόντες, άκοντες- και οι αντιπολιτευόμενοι βουλευτές, δεν περιποιεί τιμή στο πολιτικό μας σύστημα. Αλλά, κακά τα ψέματα, ο λαϊκισμός δεν είναι εύκολο να ηττηθεί. Πολύ περισσότερο όταν υιοθετείται από την κυβερνητική εξουσία. Γι΄ αυτό και ο «μύθος» των επανορθώσεων -έστω και αποδυναμωμένος από την άδοξη εξέλιξη που προσέλαβε- θα συνεχίσει μάλλον να μας ταλαιπωρεί…