Φαρσοκωμωδία, ιλαροτραγωδία, τραγέλαφος, τσίρκο, θέατρο σκιών, ευτελισμός, ξεπεσμός, ξεφτίλα, ξετσιπωσιά, εκτροπή, κατάπτωση. Η ελληνική γλώσσα διαθέτει μεγάλο πλούτο από ουσιαστικά τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να χαρακτηρίσει τα πολιτικά φαινόμενα που ζούμε αυτή την περίοδο.
Μεγάλη είναι και η ποικιλία των επιθέτων που μπορεί να επιστρατευθούν για τον ίδιο σκοπό: πρωτοφανές, μοναδικό, καινοφανές, ανεπανάληπτο, ανεκδιήγητο, απερίγραπτο και αρκετά ακόμη παρόμοια τα οποία κατά βούληση μπορεί οιοσδήποτε να υιοθετήσει.
Φοβάμαι, ωστόσο, ότι όλα αυτά τα ουσιαστικά και τα επίθετα είναι, εν τέλει, πολύ φτωχά για να μπορέσουν να αποδώσουν παραστατικά τις άνευ προηγουμένου εξελίξεις που διαμορφώνονται στο πολιτικό σκηνικό. Οι λέξεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να περιγράψουν την αλληλουχία των πρωτόγνωρων επεισοδίων που διαδέχεται το ένα το άλλο.
Αν για το ψέμα ισχύει ο αφορισμός του Γιόζεφ Γκέμπελς σύμφωνα με τον οποίο «όσο πιο τερατώδες είναι, τόσο πιο πιστευτό γίνεται», έτσι και σε όλα αυτά που εκτυλίσσονται στο κοινοβουλευτικό προσκήνιο και παρασκήνιο φαίνεται να ισχύει ότι, όσο πιο υπερβολικό είναι αυτό που θα πουν ή θα κάνουν οι κυβερνώντες, τόσο μειώνονται τα ανακλαστικά αντίδρασης της αντιπολίτευσης αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας.
Το άρθρο 60 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Είναι μια εν πολλοίς αυτονόητη πρόνοια, η οποία –η αλήθεια είναι ότι- έχει πολλές φορές κακοποιηθεί, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν γνώρισε τόσο κραυγαλέα και απροσχημάτιστη καταστρατήγηση.
Αναφέρομαι, προφανώς, στο γεγονός ότι έξι από τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, που θεωρητικώς δεν τους ενώνει τίποτε σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, αφού έχουν εκλεγεί με τέσσερα διαφορετικά κόμματα, συντονίστηκαν και ανενδοίαστα υπέγραψαν παρόμοιες επιστολές με τις οποίες δηλώνουν απερίφραστα ότι η ψήφος τους πρέπει να προσμετράται στην κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς καν να ερωτώνται αν συμφωνούν με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Ο πρόεδρος του ελληνικού Κοινοβουλίου, θεματοφύλακας, κατά τα άλλα, του θεσμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τον οποίο ορκίστηκε να υπηρετεί, όχι μόνον αποδέχθηκε τις επιστολές των έξι βουλευτών, αλλά τις χρησιμοποίησε και ως «επιχείρημα» για να υποστηρίξει ότι από κοινοβουλευτική σκοπιά «ναι, μπορούμε να πάμε Οκτώβριο σε εκλογές».
Δεν τον προβλημάτισε τον κ. Νίκο Βούτση η κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, ίσως γιατί και ο ίδιος, με την ιδιότητα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, υπέγραψε, όπως και όλοι οι ομοϊδεάτες συνάδελφοι του, δήλωση με την οποία «δεσμεύονται ότι η έδρα που καταλαμβάνουν ανήκει στο κόμμα και όχι στους/στις ίδιους/ες».
Δεν φάνηκε, μάλιστα, ούτε καν να τον απασχόλησε το πλέον απίστευτο που είναι ότι δύο από τους έξι επιστολογράφους βουλευτές ανήκουν σε κοινοβουλευτική ομάδα, τους ΑΝΕΛ, που –καλώς ή κακώς- δεν είναι πλέον στη συμπολίτευση, αλλά έχει περάσει στην αντιπολίτευση.
Έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν λόγος για την έκπτωση των πολιτικών και κοινοβουλευτικών ηθών. Εκείνοι, μάλιστα, που χρησιμοποιούσαν τους πλέον αυστηρούς τόνους για να ασκήσουν κριτική στους παρεκτρεπόμενους, συμβαίνει να είναι όσοι σήμερα όχι μόνον σφυρίζουν αδιάφορα για μείζονος σημασίας φαινόμενα πολιτικής έκπτωσης, αλλά βρίσκουν και δικαιολογίες.
Το πιο αστείο, όμως, και συνάμα εξοργιστικό είναι ότι την ίδια ώρα παριστάνουν τους «προοδευτικούς» και τους «σοσιαλδημοκράτες», δατεινόμενοι ότι οδηγούν τη χώρα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, και ξορκίζουν, υποτίθεται, την αβεβαιότητα για την οποία πληρώνει βαρύ τίμημα η ελληνική οικονομία, όπως έδειξε το υψηλότατο επιτόκιο με το οποίο πρόσφατα δανείστηκε η χώρα.
Μεμονωμένοι βουλευτές με τα χαρακτηριστικά του Παπαχριστόπουλου, της Μεγαλοοικονόμου, του Ζουράρη, αλλά και του Δανέλλη, ενδεχομένως και του Αμυρά ή του Ψαριανού, θήτευσαν και σε προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους. Και είναι αλήθεια ότι αρκετές φορές παλαιότερα έχει ακουστεί ο αφορισμός ότι «αυτή η Βουλή είναι χειρότερη από όλες τις προηγούμενες».
Ο υποφαινόμενος είχε υποστηρίξει από αυτή εδώ τη στήλη κάτι αντίστοιχο, όταν στο τέλος του 2014 διαλύθηκε με τα γνωστά τερτίπια του ΣΥΡΙΖΑ στην προεδρική εκλογή η Βουλή που είχε σχηματιστεί μετά τη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση του 2012. Ποιος ξεχνάει τον μεταμεληθέντα χρυσαυγίτη Στάθη Μπούκουρα που έκλαιγε μετανοιωμένος στο βήμα της Βουλής; Ή τον ηθοποιό Παύλο Χαϊκάλη και την «απόπειρα εξαγοράς του» για να ψηφίσει Σταύρο Δήμα;
Ποτέ, ωστόσο, στο παρελθόν δεν έχει υπάρξει τέτοιος… συνωστισμός προσώπων που δεν σέβονται ούτε τον θεσμό που υπηρετούν, ούτε τους ψηφοφόρους που τους εξέλεξαν, ούτε καν τους ίδιους τους εαυτούς τους, αθετώντας προκλητικά τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι από την τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση, η οποία προέκυψε από εκλογές χωρίς σταυρό και στη διάρκεια της είχαμε μεγάλες μεταστροφές, με πλειάδα προσώπων τα οποία «άλλαξαν φανέλα», δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που να παρέδωσε την έδρα του όταν διαφώνησε ή πέρασε σε άλλο στρατόπεδο.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι ο κατήφορος στον οποίο έχει μπει η πολιτική ζωή της χώρας δεν έχει βρει ακόμη τον πάτο του. Γι΄ αυτό και είναι δύσκολο να βρει κανείς σε μια τόσο πλούσια γλώσσα, όπως είναι η ελληνική, τις κατάλληλες λέξεις για να αποτυπώσει όλα όσα ζούμε. Και τα χειρότερα που, ίσως, μας περιμένουν ακόμη.