Το αποτέλεσμα της καταγραφής είναι σίγουρο ότι θα εξέπληττε τους πάντες, διότι είναι ασύλληπτη η συχνότητα με την οποία ακούγεται η φράση «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» στη Βουλή μιας χώρας η οποία έχει ζήσει πραγματικά ανώμαλες περιόδους και έχει βιώσει κανονικά πραξικοπήματα και κατάληψη της εξουσίας δια της βίας των όπλων.
Οι συντάκτες που παρακολουθούσαμε τα παλαιότερα χρόνια το ρεπορτάζ της Βουλής είχαμε εντοπίσει έναν συγκεκριμένο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο κόμματος, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διατυπώσει τέτοιους ισχυρισμούς ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως … ψύλλου πήδημα.
Όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση μιας εκπρόσθεσμης τροπολογίας ή ο περιορισμός του χρόνου ομιλίας των βουλευτών επειδή είχε είχαν παρέλθει προ πολλού τα μεσάνυχτα που είχε συμφωνηθεί να λήξει η συνεδρίαση. Οι πρακτικές αυτού του είδους ήταν μεν ολίγον τι θεσμικά ανορθόδοξες, πλην, όμως, εύρισκαν έρεισμα στον Κανονισμό του Σώματος.
Ο ρέκτης βουλευτής, ωστόσο, δεν πτοούνταν από τέτοιες… λεπτομέρειες. Και την καταγγελία του για «πραξικόπημα» την έκανε ούτως ή άλλως, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα ίσχυε η ρήση «μόνος του τα έλεγε, μόνος τα άκουγε».
Συχνά, μάλιστα, ορισμένοι από τους εργαζόμενους στη Βουλή –αφενός χάριν… παιδιάς και αφετέρου επειδή δεν άντεχαν άλλο άσκοπο ξενύχτι- τον προέτρεπαν να… «ρίξει από νωρίς την καταγγελία για “πραξικόπημα” και να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενος». Έτσι ώστε να πάμε όλοι μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια μας…
Θυμήθηκα τούτες τις ιστορίες του παρελθόντος παρακολουθώντας αυτές τις μέρες ακόμη και –κατά τεκμήριο- νουνεχή στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υιοθετούν χαρακτηρισμούς για «πρωτοφανές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» προκειμένου να αντιδράσουν στην απόφαση να εξαιρεθούν οι βουλευτές Παύλος Πολάκης και Δημήτρης Τζανακόπουλος από μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει την ενδεχόμενη εμπλοκή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην πιθανολογούμενη σκευωρία γύρω από το σκάνδαλο Novartis.
Υπό κανονικές συνθήκες σε μια ευνομούμενη χώρα οι δύο βουλευτές θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν εκφράσει την ευθιξία να μη συμμετάσχουν ως «ανακριτές» στην εν λόγω Επιτροπή για να μπορέσουν κατόπιν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Και -γιατί όχι;- να… ξετινάξουν τις «άδικες» αιτιάσεις στο πρόσωπό τους ότι μετείχαν στο στήσιμο της σκευωρίας για την ενοχοποίηση των αντιπάλων τους.
Πέρα από νομικές περικοκλάδες, αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα στην ίδια υπόθεση ανακριτής και μάρτυς. Άρα, από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, έχουν προταθεί ως μάρτυρες, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να είναι και «ανακριτές».
Αν, πολύ περισσότερο, θεωρούν ότι εμπλέκονται αδίκως από τους αντιπάλους τους –ο μεν γιατί μετέβη στον Άρειο Πάγο λίγο πριν την εσπευσμένη αποστολή του φακέλου της δικογραφίας στη Βουλή, ο δε επειδή δήλωνε δημόσια στην τηλεόραση ότι ήξερε τα ονόματα και τον ρόλο των προστατευόμενων μαρτύρων-, θα ανέμενε κανείς να προτιμήσουν τον ρόλο του μάρτυρα προκειμένου να αποσείσουν τα όσα τους αποδίδονται.
Στο τέλος – τέλος από τους 86 –ζωή να έχουν…- βουλευτές που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα σύνθεση της Βουλής, αποκλείεται να μην έχει άλλους δύο ικανούς για να ασκήσουν τα ανακριτικά καθήκοντα που επιφυλάσσουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής στα μέλη της Προανακριτικών Επιτροπών. Δεν μπορεί οι μόνοι ικανοί να είναι ο Πολάκης μα τον Τζανακόπουλο.
Είναι αλήθεια ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είμαστε λαός της υπερβολής και έχουμε μια ροπή προς τον βερμπαλισμό, που είναι τόση έντονη ώστε να αισθάνεται κανείς ότι οι λέξεις μιας τόσο πλούσιας στην έκφραση γλώσσας χάνουν το νόημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εκπλήσσεται κάποιος διαπιστώνοντας ότι με την ίδια ευκολία που βουλευτές καταγγέλλουν –χωρίς ουσιώδη λόγο και πραγματική αιτία- «πραξικοπήματα», μια παρέα από κοριτσόπουλα βαφτίζουν «μανιφέστο»(!) τη… σχολική έκθεση για τα πλεονεκτήματα της παγκόσμιας ειρήνης με την οποία επιχείρησαν να «ντύσουν ιδεολογικά» το φθηνό happening που οργάνωσαν τη μέρα της εθνικής επετείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Με αυτά και με αυτά, λοιπόν, στη χώρα στην οποία γεννήθηκε το μέτρο αισθάνεται κανείς ότι δεν είναι λίγοι όσοι –από το πολιτικό προσωπικό, αλλά και τους απλούς πολίτες- επιλέγουν τα άκρα και καταφεύγουν στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» που τις περισσότερες φορές είναι χωρίς αντίκρισμα.
Γιατί, άραγε; Και, κυρίως, ως πότε;