Διαχρονικά, άλλωστε, η ελληνική πολιτική τάξη δεν μας έχει συνηθίσει στον νηφάλιο διακομματικό διάλογο και στην αποφυγή της πλειοδοσίας πατριωτισμού. Ειδικά, μάλιστα, στα χρόνια της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία, η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις υπήρξε ο κυρίαρχος κανόνας που χαρακτήριζε τη δημόσια ζωή που γινόταν άνω κάτω ακόμη και όταν, εκόντες – άκοντες, οι περισσότεροι ενστερνίζονταν τις πολιτικές των Μνημονίων.
Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, έτσι και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, τα οποία στην Ελλάδα αρεσκόμεθα να χαρακτηρίζουμε «εθνικά θέματα», είναι λογικό και επιτρεπτό να υπάρχουν και να διατυπώνονται διαφορετικές οπτικές, ακόμη και διαφωνίες για τους κάθε φορά τακτικούς διπλωματικούς χειρισμούς που γίνονται ή που θα έπρεπε να γίνουν.
Το παράλογο και το ανεπίτρεπτο είναι οι κατηγορίες περί ενδοτικότητας που συχνά εκτοξεύονται από όσους είναι «έξω από τον χορό». Όπως και η συνήθης άρνηση των κυβερνώντων να ενημερώσουν την αντιπολίτευση για τις πραγματικές διαστάσεις των θεμάτων που αντιμετωπίζει η εξωτερική μας πολιτική. Ή, ακόμη χειρότερα, οι εύκολες καταγγελίες περί πατριδοκαπηλίας που εξακοντίζονται ως αντίλογος στην κριτική.
Το «Μακεδονικό» ζήτημα που ταλαιπώρησε οικτρά την πολιτική μας ζωή επί σειρά ετών είναι μια χαρακτηριστική υπόθεση, στην οποία οι μικροκομματικοί υπολογισμοί δεν επέτρεψαν τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, δηλητηρίασαν την ατμόσφαιρα, δίχασαν τους πολίτες και, εν τέλει, έβλαψαν το εθνικό συμφέρον.
Τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα αν ο συμβιβασμός της Συμφωνίας των Πρεσπών που επελέγη με τους βόρειους γείτονες μας ήταν προϊόν ψύχραιμης συνεννόησης που θα είχε γίνει αποδεκτή από την πλειονότητα της κοινής γνώμης και όχι κατάληξη η οποία προήλθε από συνδυασμό ακραίου βολονταρισμού και κακώς εννοούμενου κομματικού ωφελιμισμού που κατακερμάτισε το εθνικό μέτωπο.
Είναι ευτύχημα, λοιπόν, που μόλις έναν χρόνο μετά την διχαστικά τοξική αντιπαράθεση για το «Μακεδονικό» η πολιτική τάξη της χώρας δείχνει ωριμότητα και εκφράζει σοβαρή διάθεση να συνομιλήσει, να διαβουλευθεί και να συνεννοηθεί, αποφεύγοντας τις αλληλοκατηγορίες και τις διαφωνίες για χάρη των διαφωνιών.
Η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν παρά να έχουν συναισθανθεί ότι η απειλή την οποία δέχεται η χώρα μας σε αυτή τη φάση είναι ίσως η ισχυρότερη που έχει δεχθεί τα τελευταία 45 χρόνια. Στο πρόσφατο παρελθόν γίναμε μάρτυρες και άλλων προκλήσεων από τους εξ Ανατολών γείτονες.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, της Συμφωνίας που συνήψε το καθεστώς Ερντογάν με τα ενεργούμενά του στην Τρίπολη, που παριστάνουν την κυβέρνηση της πολύπαθης Λιβύης, η κατάσταση έχει φθάσει σε αυτό που θεωρείται «μη περαιτέρω».
Αν δεν κηρυχθεί άκυρη η παντελώς αγεωγράφητη επινόηση της Άγκυρας να αποκτήσει θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, θα είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία των διεθνών σχέσεων που μια χώρα παραβλέπει τόσο απροκάλυπτα το διεθνές δίκαιο και καταπατά τόσο προκλητικά τα δικαιώματα γειτόνων της.
Υπό αυτή την έννοια, όλοι πλέον συνειδητοποιούν ότι οποιαδήποτε αδιανόητη απόπειρα του Ερντογάν να εφαρμόσει την παράνομη Συμφωνία που ο ίδιος υπαγόρευσε στις μαριονέτες του που εδρεύουν στην Τρίπολη, δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη από την Ελλάδα, η οποία, εφόσον η Άγκυρα ανοίξει την «πόρτα του φρενοκομείου», παραβιάζοντας τα ελληνικά σύνορα, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να πλήξει τον επίδοξο εισβολέα.
Το τελευταίο διάστημα, είναι πολλοί και από διαφορετικές πλευρές εκείνοι που επισημαίνουν ότι σε ένα τέτοιο απευκταίο ενδεχόμενο, η χώρα μας θα είναι μόνη της. Και προειδοποιούν ότι σε ένα πιθανό θερμό επεισόδιο οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα βρουν από πουθενά συνδρομή στην υπεράσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Οι επισημάνσεις και οι προειδοποιήσεις αυτού του είδους, που θυμίζουν έντονα τη ρήση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας (1985-1990) Χρήστου Σαρτζετάκη, σύμφωνα με την οποία «εμείς οι Έλληνες είμεθα “Έθνος ανάδελφον”», δεν πρέπει να μας κάνουν να διστάζουμε, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να μας κινητοποιούν.
Το αρραγές εθνικό μέτωπο, οι σχεδιασμένες διπλωματικές πρωτοβουλίες και η διακήρυξη προς κάθε κατεύθυνση της αποφασιστικότητας να αποκρουσθεί κάθε προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένου εις βάρος των κατοχυρωμένων από το διεθνές δίκαιο συμφερόντων μας, είναι το τρίπτυχο που μπορεί να εγγυηθεί ταυτοχρόνως τόσο την εθνική αξιοπρέπεια όσο και την ειρήνη.
Αρκεί να αποδείξουμε σε εχθρούς και φίλους ότι, εκτός από «ανάδελφο», είμαστε και Έθνος δραστήριο…