Από τα τριάντα και πλέον πιθανά και… απίθανα ονόματα που διακινήθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην πολιτικοδημοσιογραφική «αγορά», δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος άλλο πρόσωπο που να είναι περισσότερο κατάλληλο για να εκφράσει αυθεντικότερα το πολιτικό στίγμα που τόσο ευδιάκριτα εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τετραετία που βρίσκεται στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας και το τελευταίο εξάμηνο που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
Είναι βέβαιο ότι η επιλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου δεν… κατέπληξε τα πλήθη. Και το πιθανότερο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά της δεν θα εκπλήξει κανέναν. Το ακριβώς αντίθετο, θα συμβεί μάλλον, όπως με ασφάλεια μπορεί να προεξοφλήσει κάποιος κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε στην προηγούμενη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της.
Υπήρξε, κατά κοινή παραδοχή, μια προοδευτική γυναίκα αφοσιωμένη στο καθήκον της, μια άξια δικαστής, μια ενεργή πολίτης, μια προσωπικότητα που δεν διακρίθηκε στη δημόσια σφαίρα επειδή έκανε θόρυβο γύρω από τον εαυτό της ή γιατί επιδόθηκε στο άθλημα της προσκολλήσεως, αλλά επειδή ξεχώρισε με τις ικανότητες που διαθέτει, τη μόρφωση που απέκτησε και τη συνέπεια που επέδειξε στη δουλειά της.
Γι΄ αυτό και είναι αναμφισβήτητο, όπως φάνηκε, άλλωστε, από τις πρώτες στιγμές της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς της, ότι οποιοσδήποτε βουλευτής της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, με κομματική εντολή ή προσωπική απόφαση, οδηγηθεί στην καταψήφιση της κυρίας Σακελλαροπούλου θα χρειαστεί να ζοριστεί πολύ για να βρει πειστική επιχειρηματολογία που να δικαιολογεί το «όχι» του.
Όλα τούτα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε στο πρόσωπο της προέδρου του ΣτΕ μια «ουδέτερη» επιλογή, απαλλαγμένη από πολιτικούς υπολογισμούς. Η κατάληξη του πρωθυπουργού στην πρόταση να αναλάβει το ύπατο πολιτειακό αξίωμα η ανώτατη δικαστικός την οποία όρισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα χωρίς εντάσεις και αντιρρήσεις- στην ηγεσία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, έγινε με ακραιφνώς «πολιτικά» κριτήρια.
Αποτελεί αναμφίβολα μια απόφαση που συνάδει με μια σειρά ανάλογες κινήσεις και πρωτοβουλίες με τις οποίες ο πρωθυπουργός θέλησε να σηματοδοτήσει ότι δεν βολεύεται παραμένοντας προσκολλημένος στην καρέκλα του αρχηγού της παραδοσιακής ελληνικής Κεντροδεξιάς.
Όποιος ρίξει μια ματιά στα πρόσωπα που απαρτίζουν το επιτελείο του ή στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου το οποίο συγκρότησε τον περασμένο Ιούλιο εύκολα μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για την πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να μην περιχαρακωθεί στα τείχη της κλασσικής Δεξιάς και να ανοιχθεί στο Κέντρο, μπολιάζοντας τον χώρο του με νέα πρόσωπα τα οποία είναι ικανά και αποτελούν φορείς νέων ιδεών.
Είναι προφανές ότι η κυρία Σακελλαροπούλου δεν ήταν ούτε η μόνη ικανή ούτε η μοναδική που θα μπορούσε να θεωρηθεί φορέας νέων ιδεών ανάμεσα στα πρόσωπα που ακούστηκαν ως πιθανές επιλογές του πρωθυπουργού. Κακά τα ψέματα, υπήρξαν και άλλοι ικανοί και άξιοι που μπορούσαν να επιλεγούν και να εκλεγούν ακόμη και αν συγκέντρωναν λιγότερες ψήφους.
Μετά την αποσύνδεση, άλλωστε, της προεδρικής εκλογής από την απειλή της πρόωρης προσφυγής σε βουλευτικές κάλπες, ο αριθμός των ψήφων που θα συγκεντρώσει ο/η Πρόεδρος θα ξεχαστεί την επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας και θα τον θυμούνται μόνον όσοι ασχολούνται με την… τήρηση στατιστικών.
Το βασικό, λοιπόν, κριτήριο το οποίο, μαζί ενδεχομένως και με την εμφανή απουσία αντιθέσεων στο πρόσωπό της, διαφοροποίησε την επιλογή της προέδρου του ΣτΕ από όλους τους άλλους «διεκδικητές» του προεδρικού θώκου είναι ότι εξασφαλίζει στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πολιτικά αδιατάρακτη και θεσμικά ανέφελη πορεία με ορίζοντα το επόμενο ραντεβού των πολιτών με τις κάλπες που είναι στο… μακρινό 2023.
Ο τρόπος, άλλωστε, που χειρίστηκε ο κ. Μητσοτάκης τη συνταγματική αναθεώρηση, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά και την προεδρική εκλογή δείχνει ότι κύριο μέλημά του είναι η εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας, η οποία αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την επαναφορά της χώρας στην «κανονικότητα».
Φυσικά δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, αφού η πολιτική είναι δυναμική διαδικασία, όπως και η ζωή, αλλά το να αφαιρείς εμπόδια από τον δρόμο του και να το διαλύεις σύννεφα που μπορεί να φέρουν καταιγίδες, είναι σίγουρα προσόντα που οι πολίτες τις περισσότερες φορές επιβραβεύουν.