Πριν από σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια και για την ακρίβεια όταν ο Αλέξης Τσίπρας όδευε πλησίστιος προς την εξουσία, ένας ενεργός πολίτης αυτής της χώρας ένοιωσε την ανάγκη να του γράψει ένα γράμμα.
Ήταν ένα κείμενο με το οποίο ο αποστολέας του δεν υπέβαλε κανένα προσωπικό ή άλλο αίτημα. Ούτε διεκδικούσε κάτι για τον εαυτό του, την οικογένεια του, τον κοινωνικό ή τον επαγγελματικό του κύκλο.
Επρόκειτο για ένα απολύτως ανυστερόβουλο κείμενο, στο οποίο ο συντάκτης του, ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος επιστήμονας με καλό εισόδημα και χωρίς εξάρτηση από το Κράτος, απέφευγε επιμελώς να πει τι θα ψήφιζε στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου 2015 που θα ακολουθούσε σε δύο εβδομάδες.
Μοναδικό του μέλημα υπήρξε, όπως εύκολα μπορεί να αποφανθεί ακόμη και όποιος διαβάσει τώρα το περί ού ο λόγος γράμμα προς τον κ. Τσίπρα, η βούλησή του να αποτυπώσει με λέξεις την ελπίδα της αλλαγής που είχε εμπνεύσει εκείνη την περίοδο σε πολλούς Έλληνες ο… εν αναμονή πρωθυπουργός.
Βούληση, η οποία υπερέβαινε τα μεγάλα λόγια για το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ή τον τερματισμό των Μνημονίων με ένα άρθρο και με έναν νόμο. Και δεν επηρεαζόταν από υποσχέσεις για «σεισάχθεια», άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ ή πώληση των κυβερνητικών αεροπλάνων.
«Ο λαός έχει επενδύσει σε σας πολλές ελπίδες. Τις τελευταίες του… Και όχι μόνον αυτοί που το ομολογούν αλλά και οι υπόλοιποι, που πιθανόν να μην ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ», ήταν μια από τις καίριες επισημάνσεις που έκανε και μάλιστα κατά τρόπο προφητικό.
Μπορεί, άλλωστε, στις πρώτες εκλογές του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ να έλαβε ποσοστό 36,34%, ο αρχηγός του και νεόκοπος πρωθυπουργός απολάμβανε το διάστημα που ακολούθησε τις νικηφόρες για εκείνον κάλπες μοναδική στα μεταπολιτευτικά χρονικά δημοφιλία.
Σε δημοσκόπηση της Public Issue που διενεργήθηκε τον Μάιο του 2015 για λογαριασμό της… «Αυγής» (!) -ήταν βλέπετε η περίοδος που οι δημοσκόποι ήταν της αρεσκείας των ΣΥΡΙΖΑίων και τα ευρήματά τους θεωρούνταν αναμφισβήτητα θέσφατα- θετική γνώμη για τον Αλέξη Τσίπρα είχε το 77% των πολιτών, για τον Πάνο Καμμένο το 48%, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς ήταν καθηλωμένος στο 28% και ο… άμοιρος Ευάγγελος Βενιζέλος μόλις που ξεπερνούσε τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής και έφθανε σε ένα ισχνό 20%.
Θέλετε και την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία; Το 63% των Ελλήνων –ποσοστό δηλαδή σχεδόν ίσο με εκείνο όσων προτίμησαν το «Όχι» στο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου 2015- ήθελε τον κ. Τσίπρα. Και μόλις το 20% νοσταλγούσε τον κ. Σαμαρά. Όσο για τα ποσοστά των κομμάτων, τα ευρήματα ήταν το ίδιο εντυπωσιακά: ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε 48,5%, η ΝΔ 21%, η Χρυσή Αυγή 6%, όσο και το ΚΚΕ, το Ποτάμι 5,5%, το ΠΑΣΟΚ 4% και οι ΑΝΕΛ 3,5%.
Αυτά, λοιπόν, που συνέβησαν τον Μάιο του 2015, ο επιστολογράφος του κ. Τσίπρα τα προδίκαζε τέσσερις μήνες νωρίτερα περιγράφοντας πρωθύστερα το κλίμα ευφορίας που είχε προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία η προσδοκώμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Θύμιζε, μάλιστα, στον μέλλοντα πρωθυπουργό το προηγούμενο του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν ο οποίος το 1981 όταν εξελέγη πρώτη φορά στο ύπατο αξίωμα της χώρας του απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του ευχαριστώντας όχι μόνον εκείνους που τον ψήφισαν αλλά και όσους δεν τον ψήφισαν.
Ενώ, αφού επαναλάμβανε ότι ακόμη και οι «αντίπαλοι» του κ. Τσίπρα είχαν επενδύσει μεγάλες προσδοκίες στο πρόσωπό του, ο επιστολογράφος τον καλούσε να αποφύγει τη διχόνοια και τον διχασμό, φαινόμενα από τα οποία, όπως σημείωνε, η χώρα μας έχει ταλαιπωρηθεί και ζημιωθεί αφάνταστα. «Στις μέρες μας, πλέον, κάτι τέτοιο είναι “πολυτέλεια” που δεν μπορούμε να έχουμε…», του έγραφε.
«Πολύ σύντομα θα βρεθείτε αντιμέτωπος με την Ιστορία. Είστε νέος, έξυπνος και άφθαρτος. Προσπαθήστε να δώσετε τις σωστές προτεραιότητες. Όχι μόνον η Ελλάδα αλλά και όλη η Ευρώπη περιμένει από σας κάτι καινούργιο…», συμπλήρωνε.
Ο επιστολογράφος είναι βέβαιος ότι το γράμμα του έφθασε στον Αλέξη Τσίπρα. Εικάζει μάλιστα ότι μπορεί και να το διάβασε. Με την ύστερη, όμως, γνώση που έχει, αμφιβάλλει αν κατάλαβε κάτι από όσα του έγραψε. Και, πάντως, είναι πεπεισμένος ότι δεν εφάρμοσε καμία από τις επισημάνσεις του. Είτε γιατί δεν ήθελε, είτε γιατί δεν μπορούσε –μικρή σημασία έχει.
Κακά τα ψέματα, στα τεσσεράμισι χρόνια της διακυβέρνησής του, ο κ. Τσίπρας κινήθηκε στον αντίποδα της εθνικής ενότητας και συνεννόησης που απαιτούσαν οι καιροί που τον έφεραν στο πολιτικό προσκήνιο. Διέψευσε, αν όχι τις ελπίδες όσων τον ψήφισαν, σίγουρα τις (κρυφές;) προσδοκίες όσων δεν τον ψήφισαν.
Στην πραγματικότητα, επένδυσε στη διχόνοια και στον διχασμό. Και στο ίδιο μοτίβο εξακολουθεί να επενδύει. «Στην Ελλάδα τώρα θα διοικούν οι πολλοί και θα υπακούνε οι λίγοι», είπε πρόσφατα σε ένα προεκλογικό μπαλκόνι. Ενώ δεν περνάει μέρα και ώρα που να μην επιμείνει στον παλαιοκομματικό εκμαυλισμό και στη μικρομέγαλη οίηση που τον χαρακτηρίζει και η οποία μεγιστοποιήθηκε εξαιτίας της ευκολίας με την οποία αναρριχήθηκε στην εξουσία.
Γι΄αυτό και οι περισσότεροι Έλληνες που στο παρελθόν είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη νίκη του, τώρα έχουν άλλες προσδοκίες. Προσδοκίες που θα εκφραστούν ηχηρά στις κάλπες της Κυριακής. Και θα συνοδεύονται με την ελπίδα να μην διαψευστούν και πάλι.