Είναι, από μια άποψη, άκρως διασκεδαστικό να ακούει και να διαβάζει κανείς αυτές τις πρώτες μετεκλογικές ημέρες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και… «ενσωματωμένους» δήθεν εμβριθείς αναλυτές από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι μέχρι το απόγευμα της Κυριακής εκθείαζαν τη «μεγάλη πολιτική στόφα» του Αλέξη Τσίπρα, να προσπαθούν τώρα να βρουν έναν ή περισσότερους αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσουν την ευθύνη για τη συντριβή στις ευρωκάλπες.
Ψάχνουν, με άλλα λόγια, θύματα ούτως ώστε να μείνει στο απυρόβλητο ο… «άχαστος» αρχηγός και να μη γίνει ούτε τώρα αντιληπτός ο σανός με τον οποίο τάιζαν επί τέσσερα και πλέον χρόνια το ακροατήριό τους, επιμένοντας, κόντρα στην πραγματικότητα, να αρνούνται την αλήθεια των αριθμών που έδειχναν ότι ο κ. Τσίπρας είχε χάσει προ πολλού την έξωθεν καλή μαρτυρία που είχε όσο ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά και τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησής του όταν επιδίδονταν σε λεονταρισμούς δήθεν αντίστασης προς τους δανειστές.
Από τις αρχές του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης που υποσκέλιζε τον εν ενεργεία πρωθυπουργό στο ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για να αναλάβει το αξίωμα. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ νωρίτερα. Ούτε με τον Κώστα Καραμανλή, που δεν ξεπέρασε ποτέ τον Κώστα Σημίτη. Ούτε με τον Γιώργο Παπανδρέου, που ήταν σταθερά πίσω από τον Καραμανλή, ακόμη και όταν τον κέρδισε με 10 μονάδες. Ούτε με τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος θεωρείτο καταλληλότερος του κ. Τσίπρα μέχρι τη στιγμή που ηττήθηκε στην αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο και σε πείσμα της αριθμητικής πραγματικότητας, η οποία μέχρις ενός χρονικού σημείου αποτυπωνόταν και στον φιλοκυβερνητικό Τύπο (η Αυγή και η Εφημερίδα Συντακτών δημοσίευαν τακτικά έρευνες, αλλά σταμάτησαν να το κάνουν αφότου όλα τα ευρήματα ήταν αρνητικά για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), η περιρέουσα ατμόσφαιρα που εντέχνως δημιουργούνταν ήταν ότι «ο Αλέξης Τσίπρας “τον έχει” τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Μέχρι που αποδείχθηκε το αντίθετο όταν άνοιξε η κάλπη της περασμένης Κυριακής και έγιναν καταγέλαστοι οι πολυποίκιλοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που αναμασούσαν όσα περιλαμβανόταν στα διαβόητα non paper των υπογείων του Μαξίμου.
Οι ίδιοι, λοιπόν, οι οποίοι έλεγαν και έγραφαν συνεχώς και ακαταπαύστως ότι «ο πρωθυπουργός παίρνει πάνω του το παιχνίδι», ότι «κλείνει την ψαλίδα» και δεν «χάνει από τον Μητσοτάκη», εμφανίζονται πλέον ως να έχουν απωθήσει πλήρως από τη μνήμη τους τους δοξαστικούς ύμνους που ανέπεμπαν μέχρι χθες για τις ικανότητες του «ηγέτη». Και, αντ΄ αυτού, επιτίθενται στην «αυλή του Μαξίμου», στους «μηχανισμούς της Κουμουνδούρου», στον «αψύ» Παύλο Πολλάκη, στους «μουσαφίρηδες» παλαιοΠΑΣΟΚους που έπιασαν τα πόστα, στον Χριστόφορο Βερναρδάκη και στις εταιρίες που έδιναν λανθασμένη εικόνα για τις πραγματικές διαθέσεις της κοινής γνώμης.
Από που και έως που, όμως, είναι μόνος υπεύθυνος ο Βερναρδάκης για τη λανθασμένη εικόνα του κ. Τσίπρα; Δεν θα μείνουμε μόνον στο προφανές ερώτημα «ποιος διόρισε υφυπουργό τον Βερναρδάκη;», αλλά θα πάμε και ένα βήμα παραπάνω: Άλλα κανάλια πληροφόρησης δεν είχε ο πρωθυπουργός; Του έκρυβαν την πραγματικότητα; Ή απέστρεφε ο ίδιος το πρόσωπό του από την αληθινή εικόνα για να μη χαλάσει τις αυταπάτες του;
Το «Θέμα» την περασμένη Κυριακή κατέγραψε 21 διαφορετικές δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν και είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο δίμηνο. Ο μέσος όρος της διαφοράς ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ που προέκυπτε από τις μετρήσεις αυτές, που έγιναν από εννέα διαφορετικές εταιρίες, ήταν 7,5 μονάδες. Και με απλή αναγωγή της αδιευκρίνιστης ψήφου, εύκολα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι το γαλάζιο προβάδισμα προσέγγιζε το 9%.
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε το πρωί του Σαββάτου. Άραγε, μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής που άρχισαν να βγαίνουν τα στοιχεία από τα exit polls, δεν πέρασε κανένα φύλο στο Μέγαρο Μαξίμου για να προϊδεαστούν για την επερχόμενη ψυχρολουσία; Είναι δυνατόν να μη τα έβλεπε αυτά ο κ. Τσίπρας και, αντιθέτως, να πίστευε τα fake news που διακινούσε ο Ευάγγελος Αντώναρος ή τις «δημοσκοπήσεις των πρεσβειών» που ονειρευόταν το στέλεχος της Κουμουνδούρου που ακούει στο όνομα Σκορίνης;
Ας μην αυταπατώμεθα κι εμείς, όμως. Τα πράγματα είναι μάλλον απλά, ακόμη και μέσα στη φαινομενική πολυπλοκότητά τους. Τώρα, εξάλλου, διαθέτουμε απτά στοιχεία για να τεκμηριώσουμε όλα όσα υποστηρίζαμε τα τελευταία χρόνια για τον απερχόμενο πρωθυπουργό. Κακά τα ψέματα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εισέφερε τίποτε καινούργιο στην πολιτική ζωή της χώρας. Εκτός από το περισσό θράσος που τον χαρακτηρίζει και το οποίο αξιοποίησε στο έπακρο.
Θα περάσει στην ιστορία ως ο μακροβιότερος μνημονιακός πρωθυπουργός που πέτυχε αυτό το ρεκόρ για συγκυριακούς και μόνον λόγους: διατηρήθηκε στην εξουσία με ασύλληπτους εκμαυλισμούς και με πρωτοφανείς παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις που μπροστά τους ωχριά η Αποστασία του 1965. Όλα αυτά τα χρόνια μηρύκαζε συνθήματα του παρελθόντος που ήταν σε ευθεία αντίθεση με την κυβερνητική πρακτική, αλλά και την προσωπική συμπεριφορά, που ακολουθούσε.
Διατυμπάνιζε ότι εκπροσωπούσε «την Ελλάδα των πολλών», ενώ είναι ο άνθρωπος που κατήργησε το ΕΚΑΣ. Αναπαρήγαγε συμπεριφορές καταδικασμένες στη συλλογική μνήμη, υβρίζοντας –απευθείας ή δια του… Πολάκη- σκαιότατα τους αντιπάλους του και όποιον άλλον ο ίδιος και η παρέα του κατέτασσαν σε αυτή την κατηγορία. Προσέβαλε χωρίς αιδώ τους Έλληνες, μοιράζοντάς τους προεκλογικά φιλοδωρήματα, καθώς δεν διέθετε ούτε την ιστορική γνώση, ούτε τη συναισθηματική νοημοσύνη, για να αντιληφθεί την έκταση και τις συνέπειες της προσβολής.
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα (για τα οποία αποφεύγουν να μιλούν όσοι πιστεύουν ότι έτσι προσφέρουν υπηρεσίες προστασίας στην εξουσία), αποδοκιμάστηκαν ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του. Αντί, λοιπόν, να τα ρίχνουν στον Βερναρδάκη ή στον Μπίστη, στον Σκουρλέτη ή στον Ραγκούση, στη Σβίγκου ή στην Τασία Χριστοδουλοπούλου, η οποία –πιστή στο… δόγμα ΣΥΡΙΖΑ- «δεν βλέπει ήττα», ας πάρει κάποιος την ευθύνη και ας του πει αφτιασίδωτη την αλήθεια που περικλείεται σε ένδεκα λέξεις: Κύριε Τσίπρα, δεν ψιχάλισε την περασμένη Κυριακή. Οι πολίτες σας έφτυσαν!