«Ακόμη και αν πάρει ο Βαγγέλης Βενιζέλος ένα τσουβάλι λίρες και πάει να το μοιράσει στον κόσμο που κυκλοφορεί στην Πλατεία Συντάγματος, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Οι άνθρωποι θα πάρουν τις λίρες και θα απομακρυνθούν βρίζοντας το ΠΑΣΟΚ».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έμπειρο πολιτικό στέλεχος που αποτιμούσε με τη συγκεκριμένη παραβολή την ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας παραμονές των προηγούμενων ευρωεκλογών που για πρώτη φορά διεξάγονταν ταυτόχρονα με τις δημοτικές.
Πέντε χρόνια μετά, ήρθαν στο νου μου τα λόγια του, παρακολουθώντας το κύμα των αντιδράσεων που εκδηλώθηκε από φιλοκυβερνητικά αυτοδιοικητικά στελέχη για τα χρίσματα που αυθαιρέτως μοίρασε η Κουμουνδούρου σε υποψηφίους σε Περιφέρειες και Δήμους.
Το 2014 γινόταν… σφαγή για το ποιος θα πάρει στήριξη από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ενώ τώρα ακόμη και «πατεντάτοι» ΣΥΡΙΖΑίοι που στην προηγούμενη αναμέτρηση παρίσταναν τους πούρους αντιμνημονιακούς και δεν ήθελαν καμία συνεργασία με όσους δεν δήλωναν υποταγή στον ΣΥΡΙΖΑ, κρύβουν όσο περισσότερο μπορούν την κομματική τους προέλευση.
Το «εγώ δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ…» έχει γίνει μόδα σε όλη τη χώρα, ακόμη και εκεί που δεν βρήκαν –o tempora, o mores!- πρόθυμους ΠΑΣΟΚους υποψηφίους δημάρχους και περιφερειάρχες για να κρυφτούν πίσω τους. Οι «αποσυνάγωγοι» του 2014, έγιναν αίφνης «πολύφερνες νύφες». Και το υψηλής χρηματιστηριακής αξίας brand name «ΣΥΡΙΖΑ» μετατράπηκε σε συνώνυμο κακόφημου και τοξικού προϊόντος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν όντως εντυπωσιακή η κατηγορηματικότητα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι δεν υπάρχει «ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις ευρωεκλογές. Που, κατά τα άλλα, θα είναι «ντέρμπι». Παρόλο που θα έχουν τη σημασία… «δημοσκόπησης», εφόσον δεν ευοδωθεί η «ψήφος εμπιστοσύνης» από τους πολίτες που ζήτησε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα.
Εν ολίγοις, σε μια συνέντευξη μόλις μερικών λεπτών, ο πρωθυπουργός κατάφερε να τα πει όλα. Χωρίς στην πραγματικότητα να πει απολύτως τίποτε. Πέραν φυσικά του επιβεβαιωτικού μηνύματος που έστειλε στους σκεπτόμενους πολίτες οι οποίοι γνωρίζουν πλέον ότι η σημερινή εξουσία μπορεί να λέει την ίδια στιγμή τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και στο τέλος, παρότι αποτυγχάνει οικτρά, δεν έχει δυσκολία να επιδίδεται σε πανηγυρισμούς.
Μοιάζει τετριμμένο στερεότυπο και ακούγεται ως κλισέ, αλλά πρέπει να το αντιληφθούμε ότι το κόλλημα με την εξουσία που έχουν ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν έχει προηγούμενο. Όπως δεν έχουν προηγούμενο και τόσα άλλα μοναδικά και παράδοξα πράγματα που γίνονται τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε έννοια πολιτικής ηθικής.
Δεν έχει υπάρξει, για παράδειγμα, ποτέ στο παρελθόν τόσο μεγάλης κλίμακα απόπειρα ανενδοίαστου εκμαυλισμού συνειδήσεων και ξεδιάντροπης εξαγοράς ψήφων. Ακόμη και ο Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος στις παραμονές των εκλογών του 1981 μοίραζε ο ίδιος τις πρώτες επιταγές με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, το έκανε τον Αύγουστο και όχι τον Οκτώβριο που στήθηκαν οι κάλπες.
Παρά τις μεγάλες εντάσεις που παρατηρήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό είχε βρει ένα modus viventi για τους κανόνες που ίσχυαν στην προεκλογική περίοδο. Με στόχο τη μεγαλύτερη ουδετερότητα του κρατικού μηχανισμού, το διάστημα πριν το στήσιμο της κάλπης, έπαυαν οι διορισμοί και αναστέλλονταν οι μετακινήσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ διορίζονταν και υπηρεσιακοί υπουργοί.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει στις μέρες μας. Το κράτος είναι λάφυρο στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Ακόμη και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών Κώστας Πουλάκης, ο οποίος έχει την ευθύνη της διεξαγωγής των εκλογών, κάνει, ως μη όφειλε, προβλέψεις υπέρ της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ισοδύναμο του είναι σα να βρεθεί κανείς σε ένα καζίνο και να ακούει τον κρουπιέρη να λέει στους παίκτες ότι θα κερδίσει το καζίνο…
Τα κάθε είδους ρουσφέτια δίνουν και παίρνουν, με αποκορύφωμα τη διαβόητη «13η σύνταξη» που θα μοιραστεί την τελευταία βδομάδα πριν από τις κάλπες, αρχής γενομένης από την προσεχή Δευτέρα με τον αστείο ισχυρισμό ότι «τώρα διαπιστώθηκε το πλεόνασμα». Ένα πλεόνασμα που αμφισβητείται από πολλές πλευρές: από την Τράπεζα της Ελλάδος, από τους εταίρους και δανειστές, από τις αγορές αλλά κυρίως και πρωτίστως όποιον «έχει λαμβάνειν» από το κράτος: είτε σύνταξη είτε επιστροφή φόρου, είτε ο,τιδήποτε άλλο.
Γι΄ αυτό και τη μια μιλάνε για «δημοψήφισμα» και την άλλη για «δημοσκόπηση». Για να το έχουν δίπορτο. Αν απλώς χάσουν και δεν συντριβούν, οι κάλπες θα είναι… «δημοψήφισμα». Θα γίνουν, όμως, «δημοσκόπηση» στην –πιο πιθανή, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- περίπτωση που η ήττα την οποία θα υποστούν θα είναι μεγάλη.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, δεν δείχνουν διάθεση να το… ξεκουνήσουν από το Μαξίμου. Θα προσπαθήσουν να εξαντλήσουν την παραμονή τους εκεί μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα κάνει δυσκολότερη την επάνοδό τους κάποια στιγμή στο μέλλον.
Όπως δείχνει το πάθος με το οποίο απολαμβάνουν την εξουσία τους τόσο ο ίδιος ο κ. Τσίπρας όσο και ο πυρήνας που τον περιστοιχίζει (ταξίδια, κότερα, πούρα, διορισμοί και τόσα άλλα), τους είναι αδύνατον να αντιληφθούν την πολιτική τοξικότητα που εκπέμπουν και να κατανοήσουν ότι πέντε χρόνια μετά ο χρόνος τους τελείωσε. Υπομονή ως την άλλη Κυριακή.