Και αρεσκόμεθα τόσο πολύ που συχνά ψάχνουμε να βρούμε αφορμές για να συγκρουστούμε ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει λόγος για να συμβεί αυτό.
Στον δημόσιο λόγο, αλλά και στην καθημερινότητα, επικρατεί μια διαρκής «εμφυλιοπολεμική» ατμόσφαιρα που επιτάσσει στον καθένα μας να διαλέξει στρατόπεδο επί παντός του επιστητού: από τα πιο μικρά ζητήματα έως τα πιο μεγάλα. Άμα, για παράδειγμα, είσαι με τον Παναθηναϊκό, πρέπει να… επιθυμείς την καταστροφή του Ολυμπιακού. Ενώ, αν υποστηρίζεις τον ΠΑΟΚ, είναι επιβεβλημένο να… μισείς τον συμπολίτη Άρη. Και τούμπαλιν, εννοείται.
Θα ήταν, ενδεχομένως, μικρό το κακό αν η νοοτροπία αυτή ήταν εμπεδωμένη μόνον στις οπαδικές αντιθέσεις. Το δυστύχημα είναι ότι επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Γι΄ αυτό και δεν σου… επιτρέπεται να μην πάρεις θέση στα καθημερινά διλήμματα που τίθενται στη λογική του δόγματος «όστις μη μεθ΄ ημών, καθ΄ ημών εστί». Με άλλα λόγια, «όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας, είναι εχθρός μας».
Αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον καθρέπτη της σύγχρονης κοινωνίας, όποιος τα περιδιαβάζει, δεν συναντά παρά διαρκείς εστίες έντασης, αντιπαράθεσης, εχθροπάθειας και μισσαλοδοξίας. Είσαι «ΣΥΡΙΖΑ» ή «αντι-ΣΥΡΙΖΑ»; Είσαι «αντι-δεξιός» ή «δεξιός»; Το να μην είσαι τίποτε «αντί-», δεν αποτελεί παραδεκτή εναλλακτική στάση.
Έτσι, εφόσον δεν συμμερίζεσαι και δεν συμμετέχεις στο διαδικτυακό λιντσάρισμα της νεαράς Ελένης Αντωνιάδου η οποία – μάλλον καθ΄ υπερβολήν- προέβαλε επιστημονικά προσόντα που δεν είχε, τότε καθίστασαι… ύποπτος για στήριξη στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, η οποία υπέπεσε στο έγκλημα καθοσιώσεως να απονείμει βραβείο χωρίς να βάλει τις αρχές ασφαλείας της χώρας να κάνουν προηγουμένως ενδελεχή έρευνα.
Από την άλλη, μόλις αποπειράσαι να διατυπώσεις ένα ψήγμα κριτικής για τις -προσώρας λίγες, είναι η αλήθεια- αστοχίες της κυβερνητικής πολιτικής, στο άψε σβήσε ένας ολόκληρος στρατός από –πληρωμένα ή όχι, μικρή σημασία- τρολ συντονίζεται για να σου εκτοξεύσει επίθεση. Και επειδή δεν έχει αντεπιχείρημα, αρκείται να του καταμαρτυρήσει ότι βιάστηκες να «φορέσεις ροζ γυαλιά». Το δικαίωμα να έχεις άλλη άποψη για τα πράγματα ή τα πρόσωπα δεν είναι επιτρεπτό.
Από αυτό το τοξικό κλίμα, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το μείζον ζήτημα που είναι αυτές τις μέρες στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας: η διαβόητη υπόθεση Novartis. Μια υπόθεση η οποία, για όποιον δεν φορά κομματικές παρωπίδες, ήταν από την πρώτη στιγμή οφθαλμοφανές ότι επρόκειτο για μια τόσο κακοστημένη σκευωρία που ήταν ζήτημα χρόνου να καταρρεύσει.
Τα πρόσωπα, άλλωστε, που πρωταγωνιστούσαν στην ενορχήστρωση, η επιλεκτική επιλογή των πολιτικών που μπήκαν στο στόχαστρο και οι γελοίες καταθέσεις των κουκουλοφόρων που εστάλησαν στη Βουλή, δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι η κατάληξη δεν μπορούσε να είναι άλλη από το φιάσκο.
Παρόλο, όμως, που τώρα όλα αυτά αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας, όλοι εκείνοι που -ακόμη και… καλόπιστα- είχαν υιοθετήσει ή είχαν «επενδύσει» σε φαντασιώσεις ότι θα μπορούσαν να παγαίνουν χρήματα με τροχήλατες βαλίτσες στο πρωθυπουργικό γραφείο, αρνούνται να αποδεχθούν την πραγματικότητα.
Ενδεικτικά και μόνον παραθέτω το ακόλουθο tweet του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρη Παπαδημούλη: «Η Ελλάδα ξόδευε για φάρμακα 4 δις € ετησίως παραπάνω από Βέλγιο και Πορτογαλία. Οι Κυβερνήσεις αποφάσιζαν τις τιμές-οδηγό για όλη την Ευρώπη. Η Novartis είχε προνομιακή μεταχείριση. Στελέχη της και γιατροί διώκονται. Αλλά για ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι μία σκευωρία του Τσίπρα και όχι σκάνδαλο!».
Η εκδοχή να είναι σκάνδαλο με πρωταγωνιστές γιατρούς και στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας, αλλά, ταυτοχρόνως, και σκευωρία, αν όχι του Τσίπρα, τουλάχιστον του επονομαζόμενου «Ρασπούτιν», ούτε που περνάει από το μυαλό του κ. Παπαδημούλη. Όπως, προφανώς, δεν περνάει από το μυαλό του και το εξής προφανές ερώτημα: γιατί τόσα χρόνια –τεσσεράμισι ήταν το κόμμα του στην εξουσία- δεν παραπέμφθηκαν σε δίκη ούτε γιατροί ούτε στελέχη της Novartis;
Η απάντηση είναι απλή: Διότι κάποιοι πολιτικοί φωστήρες θέλησαν να εκμεταλλευθούν το σκάνδαλο για να στοχοποιήσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα δεν έδιναν… δεκάρα για τη διερεύνηση της πραγματικής διάστασης που κατά τα φαινόμενα είχε το συγκεκριμένο σκάνδαλο. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να «εργαλειοποιήσουν» το νόμο περί ευθύνης ώστε να δημιουργηθεί πολιτική αντιπαράθεση από την οποία ήταν βέβαιοι ότι χαμένοι θα ήταν οι εγκαλούμενοι πολιτικοί, καθώς, ακόμη και αν δεν καταδικαζόταν, η ρετσινιά ότι «τα έπιασαν» θα τους κυνηγούσε αιωνίως.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κοινοβουλευτική του ομάδα έκαναν ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα προς την πολιτική καταλλαγή με την απόφασή τους να εξαιρέσουν τον Αλέξη Τσίπρα από τα πρόσωπα για τα οποία θα αναζητηθούν οι ενδεχόμενες ευθύνες στην ενορχήστρωση της υπόθεσης. Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση που στόχο έχει να αποτρέψει την όξυνση του πολιτικού κλίματος που μοιραία επέρχεται με την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Όπως επίσης και να περιοριστεί το διχαστικό πνεύμα το οποίο, όπως περιγράφουμε πιο πάνω, ειδικά την τελευταία δεκαετία, έχει κατακλύσει τη δημόσια ζωή.
Αν, ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του επιθυμούν πράγματι να θέσουν ένα οριστικό τέρμα στην ποινικοποίηση της πολιτικής, δεν έχουν παρά στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση να τερματίσουν άπαξ δια παντός το καθεστώς της ειδικής ποινικής μεταχείρισης που προβλέπεται για τα μέλη της κυβέρνησης. Οι συνθήκες είναι εδώ και χρόνια ώριμες για να προχωρήσει η ριζική τροποποίηση, αν όχι και η πλήρης κατάργησης, του άρθρου 86. Έτσι ώστε και οι διατελέσαντες υπουργοί να είναι αντιμέτωποι με τον φυσικό τους δικαστή, όπως συμβαίνει με όλους τους πολίτες.
Οι δύο όψεις τις οποίες έχει η υπόθεση Novartis καταδεικνύουν ότι μια τέτοια αλλαγή θα είναι απολύτως λυτρωτική για το πολιτικό μας σύστημα.