Τα στελέχη και οι συνεργάτες της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπήκαν με μεγάλη φούρια στο πολιτικό τερέν, πασχίζοντας να (απο-)δείξουν τους προεκλογικούς ισχυρισμούς τους ότι ήταν πανέτοιμοι να αναλάβουν τη διακυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο και επιδιώκοντας εύκολες επικοινωνιακές νίκες, επιδόθηκαν από την πρώτη στιγμή σε μια -μάλλον αγχώδη- προσπάθεια να πείσουν για την προετοιμασία την οποία είχαν στα χρόνια που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση.
Με αποτέλεσμα, όμως, παρότι δεν ήταν καινούργιοι στο «κουρμπέτι»να μην καταφέρουν να αποφύγουν κάποιες αστοχίες που μάλλον δεν δικαιολογούνται από ανθρώπους οι οποίοι δεν κάθονταν πρώτη φορά σε υπουργικούς θώκους.
Το ζήτημα, για παράδειγμα, της ΔΕΗ και οι δεσμευτικές δηλώσεις των πρώτων κυβερνητικών ημερών ότι θα βρεθεί –μαγική;- λύση χωρίς να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές, είναι μια απόδειξη τόσο για την έλλειψη προετοιμασίας όσο και για τη σπουδή να ειπωθούν πράγματα που ακούγονται ευχάριστα από τους ψηφοφόρους.
Η εκ των υστέρων απόπειρα να δικαιολογηθεί η υποχρεωτική αλλαγή πλεύσης στη δρομολογούμενη λύση μέσω της επίκλησης των δεδομένων ευθυνών της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς δεν πείθουντην κοινή γνώμη.
Οι άνθρωποι οι οποίοι στελεχώνουν ένα κόμμα εξουσίας οφείλουν να ξέρουν τι πρόκειται να παραλάβουν. Πόσω μάλλον τι παρέλαβαν, όταν μετά τις εκλογές έσπευδαν να κάνουν βεβιασμένες, όπως αποδείχθηκε, ανακοινώσεις. Και αν δεν ήξεραν, δεν υπήρχε κανείς απολύτως λόγος να δεσμεύονται ότι δεν θα αναπροσαρμοστούν τα τιμολόγια της ΔΕΗ.
Αλλά και μιλώντας γενικώς, πέραν, δηλαδή, της συγκεκριμένης ανακολουθίας, διαπιστώνει κανείς ότι τα χρονοδιαγράμματα που οι ίδιοι οι κυβερνώντες έθεσαν στους εαυτούς τους ήταν πολύ αυστηρά. Και γι΄ αυτό αποδείχθηκαν ανεφάρμοστα.
Υποτίθεται, για να μιλήσουμε και πάλι με συγκεκριμένα παραδείγματα, ότι μήνες, αν όχι και χρόνια, πριν από τις εκλογές τα στελέχη της ΝΔ είχαν έτοιμα τα πρώτα νομοθετήματα της νέας διακυβέρνησης: πρώτον, για την αναδιάρθρωση του Δημοσίου, δεύτερον, για τη νέα φορολογική πολιτική με τους μειωμένους συντελεστές και, τρίτον, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο με την καθιέρωση κινήτρων για την προσέλκυση επενδύσεων και την άρση των γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων που ορθώνονται στον δρόμο των επενδυτών.
Τι απεδείχθη στην πράξη; Απεδείχθη ότι, κακά τα ψέματα, δεν υπήρξε καμία –σοβαρή τουλάχιστον- προετοιμασία. Ή, και αν υπήρχε κάτι, η… ξεροκέφαλη πραγματικότηταβάλθηκε να δικαιώσει τη λαϊκή ρήση που λέει ότι «όσοι είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια ξέρουν…»
Ας τα πάρουμε με τη σειρά για να μην θεωρηθεί ότι υπερβάλουμε ή αδικούμε τα κυβερνητικά στελέχη. Κατ΄ αρχάς, το νομοσχέδιο για το λεγόμενο«επιτελικό κράτος» πήγε τσάτρα – πάτρα στη Βουλή και, χάρις μάλλον στον… «βολονταρισμό» του καθηγητή Γιώργου Γεραπετρίτη, ψηφίστηκε κατά παράβαση των ίδιων των πρακτικών καλής νομοθέτησης που καθιερώνονται με τις δικές του διατάξεις.
Έπειτα, το φορολογικό νομοσχέδιο «τεμαχίστηκε», έτσι ώστε να προηγηθούν οι εύκολες ρυθμίσεις για τον ΕΝΦΙΑ και τις 120 δόσεις, που εν πολλοίς είχαν προετοιμαστεί από τους προηγούμενους, ενώ οι πιο δύσκολες διατάξεις μετατέθηκαν για αργότερα, γιατί απαιτούσαν περισσότερη προεργασία, όπως και διαβούλευση με εταίρους και δανειστές.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για το πλέον κρίσιμο κυβερνητικό νομοθέτημα, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο που αποτελεί τον πυλώνα πάνω στον οποίο θα πρέπει να «ακουμπήσει» ολόκληρο το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Διότι, όπως οι ίδιοι έχουν διακηρύξει και η λογική επιτάσσει, χωρίς ένα αναπτυξιακό σοκ, που θα προκληθεί από νέες επενδύσεις, η χώρα θα μείνει καθηλωμένη στην αναιμική ανάπτυξη των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα υπάρξουν ούτε φοροελαφρύνσεις ούτε νέες δουλειές.
Στο υπουργείο Ανάπτυξης, αντί να στρωθούν στη δουλειά και να συντάξουν ένα εφαρμόσιμο νομοσχέδιο με κανόνες για όλους και κίνητρα για την νεοφυή επιχειρηματικότητα, εστίασαν τις δυνάμεις τους σε πρωτοβουλίες με εξασφαλισμένη πρόσκαιρη δημοσιότητα, όπως οι παρεμβάσεις για να σωθούν εταιρίες που οι μέτοχοί τους δεν θέλουν να σώσουν.
Κάπως έτσι, το πολυαναμενόμενο αναπτυξιακό νομοσχέδιο, το οποίο ήθελε πως και πως ο ίδιος ο πρωθυπουργός να πάρει μαζί του στον ευρωπαϊκό γύρο ταξιδιών που έκανε πρόσφατα και να ανακοινώσει, αν όχι την ψήφισή του, τουλάχιστον την κατάθεσή του στη Βουλή το επερχόμενο Σαββατοκύριακο της ΔΕΘ, δεν έχει πάρει ακόμη τη μορφή νομοθετικού κειμένου.
Στην πραγματικότητα πάει από αναβολή σε αναβολή. Και το επιβεβαίωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ο οποίος, σε σχετική ερώτηση, έδωσε την εξής απάντηση: «Το αναπτυξιακό νομοσχέδιο είναι ένα πραγματικά μεγάλο νομοσχέδιο. Καταλαμβάνει πάρα πολλά πεδία της πολιτικής και θα τεθεί σε διαβούλευση αυτές τις ημέρες. Ενδεχομένως και αυτή την εβδομάδα. Αν δεν είναι αυτή την εβδομάδα, θα είναι Δευτέρα ή Τρίτη αμέσως μετά τη ΔΕΘ…».
Σίγουρα, «δεν… έπεσε η ζάχαρη στο νερό» επειδή θα καθυστερήσουν μερικές ακόμη εβδομάδες πράγματα που έπρεπε να γίνουν χρόνια νωρίτερα. Αυτό, όμως, που έχει σημασία είναι να κατανοήσουν οι κυβερνώντες είναι ότι πρέπει να μιλούν λιγότερο και να πράττουν περισσότερα.
Δεν παρίσταται καμία ανάγκη να κάνουν πρόωρα ανακοινώσεις για κινήσεις και πρωτοβουλίες για τις οποίες δεν έχουν την απαραίτητη προετοιμασία. Διότι, αν αυτό ήταν ανεκτό όταν ήταν στην αντιπολίτευση, δεν ισχύει το ίδιο τώρα που είναι στην κυβέρνηση.
Μπορεί, προς στιγμήν, όλες αυτές οι μικρές αστοχίες να μην τους κοστίζουν επικοινωνιακά, επειδή διαθέτουν μεγάλο πολιτικό απόθεμα και η κριτική που δέχονται από την αντιπολίτευση δεν τους πλήττει, με την πάροδο του χρόνου, όμως και κυρίως όταν θα τελειώσει ο μήνας του πολιτικού μέλιτος που απολαμβάνουν, όλα αυτά θα λειτουργήσουν σωρευτικά.
Έμπειροι είναι και το ξέρουν!