Εδώ και περίπου δύο εβδομάδες κάθε πρωί πηγαίνω την κόρη μου σε summer camp. Για να μη βαριέται, γιατί δεν μπορεί να την κρατάει όλη τη μέρα η γιαγιά και, πρωτίστως, για να μην τη ρουφάει η μαύρη τρύπα του τάμπλετ και του Διαδικτύου.

Κάθε μέρα σκέφτομαι το ίδιο τραγούδι, το «Once in a lifetime», των επικών Talking Heads, ειδικά εκεί που ο David Byrne αναρωτιέται: «How did I get here?». Και δεν εννοώ φυσικά για το πώς βρέθηκα να είμαι μπαμπάς, αλλά για το πώς βρέθηκα να θεωρώ φυσιολογικό -και ακόμα περισσότερο απαραίτητο– το παιδί μου να πηγαίνει σε summer camp.

Επιστρέφω στον εξάχρονο εαυτό μου και τον βρίσκω να κάνει τρίμηνες διακοπές στο χωριό. Μετά πηδάω μερικά χρόνια και τον βρίσκω να παίζει μπάλα στον δρόμο ή σε μια αλάνα που βρισκόταν δυο τετράγωνα από το σπίτι του, με τον ιδρώτα να ανακατεύεται με τη σκόνη, σε ένα απίθανο μείγμα ξεγνοιασιάς και ευτυχίας.

Μια ευτυχία που, συνειδητοποιώ τώρα, προερχόταν κυρίως από την αφαίρεση, την ελαχιστοποίηση των απαιτήσεων, ειδικά στις διακοπές, μόνο σε ένα πράγμα: το παιχνίδι, την ευθεία γραμμή, την έλλειψη πολυπλοκότητας.

Μετά τον θυμάμαι σε ένα στοιχειώδες δωμάτιο κάπου στον Αλμυρό Βόλου, με έναν ανεμιστήρα να διώχνει τη ζέστη και τον πατέρα του να τον δρασκελάει κάθε τόσο για να σκοτώσει άλλο ένα κουνούπι, μετά τον θυμάμαι -μικρό παιδάκι- να κατεβαίνει στην πλατεία μαζί με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς, χωρίς κανέναν από τους γονιούς τους να διανοούνται ότι θα πρέπει να ακολουθήσουν.

Να κάθεται στο μπαλκόνι βαριεστημένος και αυτή η βαρεμάρα να τον ωθεί να διαβάσει ένα βιβλίο και ύστερα ένα ακόμα, μέχρι που ποτέ πια δεν μπόρεσε να το αφήσει από το χέρι, κι ας πέρασαν δεκαετίες.

Και πολύ αργότερα πια τον θυμάμαι, βασικά παιδί ακόμα, να παίρνει το αυτοκίνητο της μάνας του με τα 60 άλογα και τη μανιβέλα στα παράθυρα και να νιώθει ότι θα μπορούσε να γυρίσει τον κόσμο.

Πότε προέκυψαν τα summer camps; Πότε προέκυψε η ακατάπαυστη ανησυχία για το πού είναι το παιδί, τι κάνει το παιδί, τι τρώει το παιδί, για το αν το παιδί βαριέται ή δεν περνάει και πολύ καλά; Πότε προέκυψε η πολυπλοκότητα και γιατί; Και κυρίως γιατί οι απαιτήσεις, για όλους, μεγάλους και μικρούς, έχουν γίνει τόσο δυσβάσταχτες;

Σκέφτομαι ότι κανονικά ο ρόλος της επιστήμης θα ήταν να απλοποιεί τα πράγματα και αντιθέτως διαπιστώνω ότι προσθέτει ολοένα περισσότερα εμπόδια ανάμεσα στο ευκταίο και το εφικτό. Λαβυρινθοποιεί τις ζωές μας.

Το αυτοκίνητο, για παράδειγμα, που τόσο αγάπησα από παιδί γιατί μάλλον ενστικτωδώς κατάλαβα ότι βρίσκεται πολύ κοντά στην ψυχοσύνθεση ενός παιδιού (η ταχύτητα, η εξερεύνηση, το μέσο που μας πάει σε άλλους κόσμους, σε μαγικά βουνά ή σε παραμυθένιες παραλίες), έχει απωλέσει μεγάλο μέρος αυτής μαγείας.

Μακράν πιο ασφαλές, σύμφωνοι, αλλά ξαφνικά συνειδητοποιώ, υπερβολικά αποστασιοποιημένο. Συνδεδεμένο με το Ιντερνετ, αλλά ασύνδετο με το θυμικό σου. Ο πιτσιρικάς που σας έλεγα πριν, λίγα χρόνια αργότερα, λιγουρευόταν τα «σαξόραλα», μάλωνε με τους φίλους για το αν τα Punto GT ήταν καλύτερα, έβλεπε MX-5 και γυάλιζε το μάτι του.

Και ξέρετε ποια ήταν η ειδοποιός διαφορά; Εκείνα τα αυτοκίνητα ήταν στα κυβικά του. Σκεφτόταν ότι αν δούλευε, οπουδήποτε, γκαρσόνι, οικοδομή, να κουβαλάει βαλίτσες σε ένα νησί, και με τη βοήθεια που του είχε υποσχεθεί ο πατέρας του, θα μπορούσε να το πάρει, έστω και μεταχειρισμένο.

Και τελικά συνειδητοποιώ ότι οι πιτσιρικάδες τού τότε αγαπούσαν πολύ περισσότερο το αυτοκίνητο επειδή το όνειρο ήταν πολύ πιο εφικτό. Επειδή και τα αυτοκίνητα ήταν «παιδιά» της αλάνας.

Υπήρχε ταύτιση, συμπόρευση στην άγνοια κινδύνου, κατανόηση ότι όπως και η αλάνα δεν είναι γήπεδο ποδοσφαίρου, αλλά κάνει τη δουλειά της και με το παραπάνω, έτσι και το αυτοκίνητο αναλαμβάνει τα βασικά αλλά είναι εκεί, δυο τετράγωνα από το σπίτι σου. Και θα σου φωνάξει όπως οι φίλοι σου: «Ελα, έπεσε η ζέστη, πάμε να παίξουμε».

Τα σημερινά summer camps είναι κάπως σαν τα ηλεκτρονικά βοηθήματα οδήγησης των σύγχρονων αυτοκινήτων τα οποία πολλαπλασιάζονται για να σε προστατέψουν από την απόσπαση προσοχής που σου δημιουργούν οι οθόνες αφής τους.

Αλλά όσο καλά κι αν περνάει στο summer camp, είμαι βέβαιος ότι αν η κόρη μου και oι κόρες και οι γιοι όλων μας γνώριζαν από πρώτο χέρι πώς ήταν η ζωή στην αλάνα θα την προτιμούσαν από το πρώτο δευτερόλεπτο.