Καθώς η φοροκαταιγίδα χτυπά ανελέητα τους Ελληνες πολίτες και τις ελληνικές επιχειρήσεις, προκύπτει το εύλογο ερώτημα πόσο θα αντέξει η ελληνική οικονομία το μείγμα φόρων, ασφαλιστικών εισφορών και τοκοχρεολυσίων που αφαιρούν όλη τη ρευστότητα και καταδικάζουν την οικονομία σε ύφεση. Η απάντηση δεν είναι εύκολη.
Ηδη διαπιστώνεται από τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων ότι οι φορολογούμενοι αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους τους. Αυτοί που έμειναν απλήρωτοι το 2016 ξεπερνούν τα 12 δισ. ευρώ και αν προστεθούν στους παλιότερους απλήρωτους φόρους, ξεπερνούν τα 94 δισ. ευρώ. Περισσότεροι από 4 εκατομμύρια φορολογούμενοι χρωστάνε στην Εφορία, ενώ πάνω από 1,5 εκατομμύριο αντιμετωπίζουν άμεσα τον κίνδυνο κατάσχεσης. Περισσότεροι από 800.000 φορολογούμενους έχουν ήδη αντιμετωπίσει εντολές αναγκαστικής πληρωμής ή κατάσχεσης μέχρι σήμερα.
Με λίγα λόγια, οι μισοί Ελληνες χρωστάνε στην Εφορία και δεν μπορούν να πληρώσουν. Αν σκεφτεί κανείς ότι τα κόκκινα δάνεια πνίγουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις και ότι οι τράπεζες δεν δίνουν ακόμη νέα δάνεια, όπως και το γεγονός ότι το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας είναι ουσιαστικά χρεοκοπημένο, αντιλαμβάνεται ότι η κατάσταση οδηγείται άμεσα σε πτώχευση.
Τα σενάρια για το άμεσο μέλλον μας είναι τρία:
Το αισιόδοξο σενάριο είναι ότι θα ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, θα μπούμε στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, θα προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και θα αρχίσουν τόσο οι Ελληνες όσο και οι ξένοι να εμπιστεύονται την ελληνική οικονομία και να επενδύουν σε αυτήν, ώστε σε λίγα χρόνια να αρχίσει να επανέρχεται στις αγορές και σε ομαλή λειτουργία. Αν αυτό συμβεί, η ελληνική οικονομία θα υποβοηθηθεί και από το φαινόμενο του «ελατηρίου», δηλαδή επειδή είναι συμπιεσμένη επί επτά χρόνια και οι αξίες βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα θα εκτιναχθεί επιταχύνοντας την ανάπτυξη.
Οι πιθανότητες αυτού του σεναρίου είναι περιορισμένες τουλάχιστον με την υπάρχουσα κυβέρνηση, διότι δεν έχει δώσει κανένα δείγμα ότι επιθυμεί τις μεταρρυθμίσεις ή ότι μπορεί να διευκολύνει την επιχειρηματικότητα. Αυξάνονται όμως αν η κυβέρνηση αυτή πάρει τα αναγκαία μέτρα για την αξιολόγηση, μετά γίνουν εκλογές και εκλεγεί μια κυβέρνηση με μεγαλύτερη μεταρρυθμιστική διάθεση, όπως αναμένεται να είναι η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Και αυτό υπό την αίρεση ότι ο Μητσοτάκης θα έχει τη δύναμη να επιβάλει στο κόμμα του τις μεταρρυθμίσεις (τις οποίες η Ν.Δ. δεν θέλει διότι απαρτίζεται κυρίως από κρατιστές πολιτικούς). Αν τελικά επικρατήσει αυτό το σενάριο, μπορούμε να ελπίζουμε σε σταδιακή μείωση των φόρων στα επόμενα δύο-τρία χρόνια, καθώς η αύξηση του ΑΕΠ θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα και δεν θα χρειάζεται να διατηρηθούν οι υψηλοί φόροι. Και πάλι με την προϋπόθεση ότι οι κυβερνήσεις δεν θα αρχίσουν αμέσως τις παροχές εκτινάσσοντας τις δαπάνες και κατά συνέπεια τις ανάγκες για φόρους.
Το δεύτερο σενάριο, που είναι πολύ πιθανό, είναι ότι θα συνεχίσουμε να σερνόμαστε έτσι, χωρίς ρευστότητα, χωρίς προοπτικές, για αρκετά χρόνια, αφού ακόμη και αν η σημερινή κυβέρνηση καταφέρει να ολοκληρώσει την αξιολόγηση, θα κολλήσει ξανά στην επόμενη «στροφή» αρνούμενη να περάσει μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο. Σε αυτή την περίπτωση οι φόροι θα παραμείνουν υψηλοί (και απλήρωτοι) για πολλά χρόνια.
Το τρίτο σενάριο, του οποίου οι πιθανότητες εξαρτώνται από τον βαθμό ανευθυνότητας του πολιτικού συστήματος, και κυρίως της σημερινής κυβέρνησης, είναι το σενάριο της δραχμής. Αν δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ ξαφνικά καταφύγει σε ένα δημοψήφισμα λέγοντας ότι «ως εδώ μπορούμε, πάμε στη δραχμή», ενδέχεται να συσπειρώσει το αντισυστημικό μπλοκ, Χρυσή Αυγή, άκρα Αριστερά, διάφορους απογοητευμένους και πολλούς «πονηρούς», και να οδηγήσει τη χώρα εκτός ΟΝΕ. Αν συμβεί αυτό, η φτώχεια που θα ακολουθήσει θα είναι πρωτοφανής και για να συνέλθει η οικονομία θα χρειαστεί δεκαετίες. Το σενάριο αυτό θυμίζει την περίπτωση της Αργεντινής, η οποία επί πολλά χρόνια προσπαθούσε να αποφύγει την πτώχευση, την οποία τελικά δεν απέφυγε, και ακόμη δεν έχει συνέλθει.
Οποιο σενάριο από αυτά τα τρία κι αν επικρατήσει, το ζήτημα είναι ότι χωρίς μεταφορά του βάρους της ανάπτυξης από τον δημόσιο τομέα στον ιδιωτικό, χωρίς ριζικές μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο και τη λειτουργία του, καμία πρόοδος δεν μπορεί να υπάρξει. Οι μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο, τις οποίες όλα τα κόμματα αποφεύγουν, είναι το κλειδί για την ανάπτυξη της χώρας. Ολα τα άλλα απλώς παρατείνουν το δράμα.
*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (8-1-2017)