Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης «απείλησε» τους υπουργούς του ότι αν δεν σκοπεύουν να δουλέψουν μέχρι το τέλος της θητείας της κυβέρνησης, αλλά θέλουν να ασχοληθούν με την προεκλογική τους εκστρατεία εν όψει των εκλογών, να τον ενημερώσουν για να τους αντικαταστήσει. Πολύ καλά τους είπε, αλλά ασφαλώς κανείς από τους υπουργούς δεν θα τον ενημερώσει, απλώς κανείς δεν θα δουλεύει. Αντί λοιπόν να περιμένει ματαίως μια τέτοια ενημέρωση ο Μητσοτάκης, πρέπει μόνος του να αποφασίσει αν και ποιους θα αλλάξει ώστε να συνεχιστεί το κυβερνητικό έργο.
Το ερώτημα είναι ποιο είναι το κυβερνητικό έργο. Διότι αν πρόκειται περί απλής διαχείρισης, τσάτρα – πάτρα αυτή θα βγει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Αυτό όμως που χρειάζεται η χώρα δεν είναι μόνο η καθημερινή διαχείριση, αλλά μεγάλες τομές στη δημόσια διοίκηση, δηλαδή μεταρρυθμίσεις – κι αυτές δεν είναι δουλειά των υπουργών, αλλά του πρωθυπουργού και του «επιτελικού κράτους», δηλαδή των στεγαζόμενων στο Μέγαρο Μαξίμου. Η κυβερνητική δομή που επέλεξε ο Μητσοτάκης, δηλαδή μια στενή ομάδα γύρω του που αποτελεί το επιτελικό κράτος και βρίσκεται πάνω από τους υπουργούς, προϊδέασε για γενναίες μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς.
Τελικά όσες έγιναν δεν επαρκούν. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις που αφορούν τη δομή της δημόσιας διοίκησης, τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας, αυτές που θα περιορίσουν ή και θα καταργήσουν την πελατειακή σχέση κράτους – πολίτη – επιχειρήσεων, δεν έγιναν.
Η σχέση κράτους – πολίτη παραμένει πελατειακή, το κράτος έχει δικαίωμα «ζωής και θανάτου» στους πολίτες και τις επιχειρήσεις μέσω των δημοσίων υπηρεσιών, π.χ. την Εφορία, την Πολεοδομία κ.λπ. Η Δικαιοσύνη παραμένει ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων αλλά και μεγάλο πρόβλημα για όσους ατυχείς Ελληνες εμπλακούν με αυτήν. Η αυθαιρεσία δίνει και παίρνει στις δημόσιες υπηρεσίες και ο πολίτης είναι απροστάτευτος έναντι των διαθέσεων των δημοσίων υπαλλήλων και παραμένει έρμαιο της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Κατά τα άλλα, στην καθημερινή διαχείριση πάμε καλύτερα.
Σχετικά με την οικονομία, δυστυχώς, οι Ελληνες πολιτικοί πιστεύουν ότι η πορεία της εξαρτάται από το πώς θα διαχειριστούν οι ίδιοι τον Προϋπολογισμό.
Φυσικά και είναι μια πολύ βασική παράμετρος, αλλά δεν είναι η μόνη, ούτε είναι αυτή που θα καθορίσει τη μελλοντική οικονομική πορεία της χώρας. Πολύ σημαντικότερο ρόλο από την οικονομική διαχείριση ενός έτους παίζουν οι μεταρρυθμίσεις και στην Ελλάδα μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται, όπως αποδεικνύεται καθημερινά επί δεκαετίες. Δυστυχώς αυτό καταδικάζει τη χώρα σε έναν αέναο κύκλο προβλημάτων, με τον κίνδυνο της μελλοντικής πτώχευσης να ελλοχεύει διαρκώς και να εμποδίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Σήμερα έχουμε μια κυβέρνηση η οποία αντιμετώπισε αποτελεσματικότερα από άλλες τις οικονομικές επιπτώσεις από την κρίση της πανδημίας και τώρα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις οικονομικές επιπτώσεις από την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό. Και στις δυο περιπτώσεις έδωσε λεφτά. Στους εργαζομένους, στις επιχειρήσεις, σε όλους. Λεφτά που προκαλούν έλλειμμα στον Προϋπολογισμό και αυξάνουν το χρέος. Ευτυχώς αυτό έγινε στο πλαίσιο μιας κοινής ευρωπαϊκής απόφασης, δηλαδή όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έκαναν το ίδιο και πολύ καλά έκαναν διότι αν δεν το είχαν κάνει οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί θα είχαν φτωχοποιηθεί και οι επιχειρήσεις θα είχαν κλείσει.
Το ελληνικό πρόβλημα όμως είναι αλλού. Ενώ οι σωστά δομημένες ευρωπαϊκές οικονομίες θα καταφέρουν αργά ή γρήγορα να μαζέψουν τον πληθωρισμό και να επανέλθουν σε τροχιά ανάπτυξης, η Ελλάδα θα συνεχίσει να βασανίζεται από τις δομικές αδυναμίες της. Η Ελλάδα περιμένει επενδύσεις για να αναπτυχθεί.
Ωστόσο επενδύσεις δεν γίνονται παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις κυβερνητικών και μη στελεχών. Ο λόγος που δεν γίνονται είναι επειδή δεν έχουν γίνει -και δυστυχώς δεν θα γίνουν- οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι ξένοι, αλλά και οι Ελληνες επιχειρηματίες και επενδυτές για να αξίζει να επενδύσει κανείς σε αυτή τη χώρα.
Μία δεκαετία πριν είχε δημοσιευθεί μια λίστα μεταρρυθμίσεων που ονομάστηκε «εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ». Μέσα σε αυτήν υπήρχαν καταγεγραμμένες όλες οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη δημόσια διοίκηση, τη Δικαιοσύνη, τα φορολογικά, τα ασφαλιστικά, τα Εργασιακά κ.λπ.
Η λίστα αυτή πετάχτηκε στα σκουπίδια από τον ελληνικό πολιτικό κόσμο συνολικά, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε σήμερα σε καλύτερη δημοσιονομική κατάσταση μεν, χωρίς επενδυτική προοπτική δε.
Και όταν μιλάει κανείς για οικονομικές μεταρρυθμίσεις δεν εννοεί ασφαλώς το πόσο θα είναι το ποσοστό φόρου που θα πληρώνουν οι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις ή το ποσό που θα διατεθεί για επιδοτήσεις στα νοικοκυριά για να καλυφθούν από τον πληθωρισμό. Η μεταρρύθμιση στα φορολογικά αφορά τη σχέση κράτους – πολίτη – επιχείρησης. Αφορά τις αλλαγές στη δομή της δημόσιας διοίκησης ώστε να περιοριστούν οι κατάφωρες αδικίες έναντι πολιτών και επιχειρήσεων, να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα, να επικρατήσουν σταθεροί κανόνες που δεν θα αλλάζουν από κάθε κυβέρνηση και δεν θα ανατρέπουν τους σχεδιασμούς επιχειρήσεων και νοικοκυρών.
Αυτή είναι η δουλειά που πρέπει να γίνει μέχρι τις εκλογές και δεν είναι δουλειά των υπουργών, αλλά του επιτελικού κράτους.