Ο κίνδυνος για την Ελλάδα δεν προέρχεται από την οικονομία, αλλά από τον πολιτικό κόσμο. Αυτό έγινε προφανές καθ’ όλη τη διάρκεια της κρίσης και επανέρχεται τώρα έντονα, καθώς η κυβέρνηση καταρρέει δημοσκοπικά και οι πολιτικές που εφαρμόζει δεν γίνονται αποδεκτές ούτε από τους αριστερούς βουλευτές της.
Τα μέτρα που επιλέγει να λάβει αντί να προχωρήσει σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις επιβαρύνουν δυσβάσταχτα με φόρους και μειώσεις εισοδήματος τους πολίτες, η αναβλητικότητά της στην εφαρμογή των μέτρων που έχει συμφωνήσει με τους δανειστές προκαλεί και από τη μεριά τους δυσαρέσκεια καθυστερώντας την πολύτιμη για την οικονομία αξιολόγηση, ενώ οι επιλογές της σε άλλους τομείς, όπως η Παιδεία και το Προσφυγικό, δυσαρεστούν άλλες ομάδες πολιτών.
Ο κίνδυνος λοιπόν σήμερα είναι ότι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση θα επιλέξουν να στραφούν στο εσωτερικό ακροατήριο αναζωπυρώνοντας την πολεμική εναντίον της Ευρώπης προκειμένου να παραπλανήσουν ξανά τους ψηφοφόρους και να απαλλαγούν από τις ευθύνες που ήδη τους βαραίνουν.
Αν ο Τσίπρας οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές μέσα στην άνοιξη, είναι πιθανόν να υιοθετήσει μια αντιευρωπαϊκή γραμμή και να στηρίξει την προεκλογική του εκστρατεία στην υπόσχεση (ξανά) ότι θα σκίσει το μνημόνιο, ότι δεν υπογράφει άλλη συμφωνία και ότι θεωρεί την έξοδο από την ΟΝΕ ως μοναδική λύση για να αποκτήσει η χώρα ξανά την εθνική της ανεξαρτησία και να επιστρέψει στην ανάκαμψη. Σε αυτή την περίπτωση θα κατηγορήσει τον Μητσοτάκη ότι εκείνος θα εφαρμόσει το τέταρτο μνημόνιο και θα συνεχίσει την πολιτική λιτότητας.
Το σενάριο αυτό είναι φυσικά καταστροφικό διότι εκτός του ότι διχάζει τον πληθυσμό, θέτοντάς του ένα ψευτοδίλημμα, μπορεί να οδηγήσει σε έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ και σε απόλυτη καταστροφή την ελληνική οικονομία, καταδικάζοντας στη φτώχεια και στην πείνα τα πιο αδύναμα στρώματα του πληθυσμού, τα οποία από την πίεση που υφίστανται σήμερα από την ανεργία θα πιστέψουν το ψέμα της καλύτερης ζωής με τη δραχμή και θα ψηφίσουν υπέρ της εξόδου από την ΟΝΕ. Για να αποφευχθεί αυτό το πολύ κακό σενάριο, η λύση θα είναι να δώσουν οι Ευρωπαίοι δανειστές στην κυβέρνηση μια συμφωνία για το χρέος, έστω και μόνο σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Τη συμφωνία αυτή που ζητάει τόσο η Κριστίν Λαγκάρντ, για να μπορέσει να διατηρήσει το ΔΝΤ μέσα στο ελληνικό πρόγραμμα, όσο και ο Μάριο Ντράγκι, για να μπορέσει να συμπεριλάβει τη χώρα στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τη χρειάζεται η κυβέρνηση για να μπορέσει να παρουσιάσει κάτι θετικό στους ψηφοφόρους. Να μπορέσει δηλαδή να πει ότι καταφέραμε και πήραμε μια συγκεκριμένη συμφωνία για το χρέος, όπως διεκδικούσαμε από την αρχή, και τώρα με τη συμμετοχή της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση και το σταδιακό άνοιγμα των αγορών θα μπορέσουμε να φτάσουμε το 2017 σε ρυθμό ανάπτυξης.
Μόνο αν πάρουμε αυτή τη συμφωνία για το χρέος θα αποφύγουμε τα πολύ κακά σενάρια που θα προέλθουν από την πολιτική απελπισία της κυβέρνησης. Θα μου πείτε, είναι δυνατόν η κυβέρνηση για να επιβιώσει πολιτικά να συμπαρασύρει τη χώρα στον όλεθρο; Φυσικά, αυτό εντάσσεται απολύτως στη λογική της, όπως απέδειξε πέρυσι με τη γελοία και καταστροφική εξάμηνη διαπραγμάτευση του Βαρουφάκη και με το δημοψήφισμα με το οποίο κορόιδεψε διπλά τον λαό. Του έθεσε ένα ακατανόητο και πλαστό ερώτημα, στήριξε το «Οχι» και όταν ο λαός ψήφισε το «Οχι» που του έλεγε η κυβέρνηση, ο πρωθυπουργός το μετέτρεψε σε «Ναι» και υπέγραψε το τρίτο μνημόνιο που προσπαθούσε, υποτίθεται, να αποφύγει μέσω του δημοψηφίσματος. Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση αυτή είναι ικανή να κάνει τα πάντα για να επιβιώσει.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θεωρώ ότι τόσο η αντιπολίτευση του Μητσοτάκη όσο και όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να στηρίξουν τη διεκδίκηση της ρύθμισης του χρέους από τώρα. Και να τη στηρίξουν με δηλώσεις αλλά και με συναντήσεις με τους εταίρους. Το ίδιο θα πρέπει να κάνει και ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος συμμετέχει στις διεθνείς διαδικασίες.
Το γεγονός ότι η Λαγκάρντ και ο Ντράγκι πιέζουν για ρύθμιση του χρέους σήμερα προκειμένου να καταστεί βιώσιμο ενισχύει την ελληνική προσπάθεια σημαντικά και, από όσο φαίνεται, υπάρχουν πιθανότητες να συμφωνήσουν οι εταίροι σε μια δέσμευση πολύ συγκεκριμένη, με συγκεκριμένες ημερομηνίες και ποσοστά για τη ρύθμιση του χρέους. Μια τέτοια επίσημη δέσμευση θα έλυνε τα χέρια και της Λαγκάρντ και του Ντράγκι και φυσικά θα έσωζε τη χώρα από μια μεγάλη και επικίνδυνη πολιτική περιπέτεια.
Ο χρόνος δεν είναι πολύς μέχρι να ληφθούν οι σχετικές αποφάσεις, καθώς πρέπει το ζήτημα αυτό να έχει κλείσει μέχρι το τέλος Ιανουαρίου. Πρέπει μέχρι τότε να έχουν ολοκληρωθεί η αξιολόγηση και η ρύθμιση και να μπορέσει ο Ντράγκι να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Και προκειμένου να γίνουν όλα αυτά θα πρέπει όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης να δείξουν υπεύθυνη στάση και να εστιάσουν την αντιπολιτευτική τους τακτική σε άλλα θέματα, στηρίζοντας όμως την κυβερνητική προσπάθεια για τη ρύθμιση του χρέους. Ετσι, και τα χειρότερα θα αποφύγουμε, και μέρος της επιτυχίας θα εισπράξουν, και τον διχασμό της κοινωνίας θα περιορίσουν.