Η εμπιστοσύνη των ξένων στην Ελλάδα έχει αποκατασταθεί μετά 12 χρόνια ταλαιπωρίας και αμφισβήτησης κάθε ελληνικής προοπτικής. Αυτό διαφαίνεται από τις επιτυχημένες εκδόσεις ελληνικών ομολόγων, τόσο από το ελληνικό κράτος όσο και από ελληνικές επιχειρήσεις. Το επιτόκιο δανεισμού που πέτυχε το ελληνικό δημόσιο σε ομόλογο διάρκειας 30 ετών είναι στο 1,9% και αντλήθηκαν 2,6 δισ. ευρώ από τα 26 δισ. που προσφέρθηκαν να μας διαθέσουν οι διεθνείς επενδυτές. Παράλληλα, η ΔΕΗ δανείστηκε με ομόλογο στις διεθνείς αγορές 650 εκατ. ευρώ, ενώ αναμένονται ακόμη εκδόσεις ομολόγων μεγάλων ελληνικών ομίλων και αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών.
Η εμπιστοσύνη των ξένων στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας είχε κλονισθεί πριν από 12 χρόνια, ενώ η τελευταία έκδοση τριακονταετούς ομολόγου είχε γίνει έναν χρόνο πριν από την έναρξη της κρίσης, το 2008. Υπό αυτές τις συνθήκες δικαίως πανηγυρίζει ο Υπουργός Οικονομικών κ. Χρ. Σταϊκούρας για την πετυχημένη έκδοση του 30ετούς ομολόγου έπειτα από τόσα χρόνια.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες από τους τραπεζικούς και τους επιχειρηματίες, το ενδιαφέρον των ξένων για την ελληνική αγορά παραμένει ισχυρό και αναμένεται ότι αν και όταν ξεμπλέξουμε από την πανδημία, το διεθνές επενδυτικό ενδιαφέρον θα μεταφραστεί σε ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης. Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και το κλίμα αισιοδοξίας που επικρατεί στις διεθνείς κεφαλαιαγορές καθώς η πρωτοφανής παροχή ρευστότητας από όλες τις κεντρικές τράπεζες συντηρεί τις ανοδικές τάσεις στα χρηματιστήρια και στις αγορές εμπορευμάτων, μετάλλων, πρώτων υλών κ.λπ.
Κανείς φαίνεται ότι δεν φοβάται πια την εκδήλωση πληθωρισμού, αλλά δεν είναι λογικό αυτό. Με την αύξηση του χρήματος που κυκλοφορεί ο πληθωρισμός θα εκδηλωθεί αργά ή γρήγορα με τη μια μορφή ή την άλλη.
Καταρχήν αναμένεται ότι το ασταμάτητο τύπωμα χρήματος θα δημιουργήσει πληθωρισμό αξιών και όχι πληθωρισμό τιμών. Μπορεί, δηλαδή, να μην ανεβαίνουν οι τιμές των καταναλωτικών ειδών και να μην επηρεάζεται σημαντικά η αγοραστική δύναμη του καλαθιού των νοικοκυριών, όμως ανεβαίνουν όλες οι αξίες, δηλαδή οι αξίες των επιχειρήσεων, των ακινήτων, των πρώτων υλών. Και καθώς οι περισσότερες επιχειρήσεις στον κόσμο υποφέρουν από την πανδημία και οι τιμές των μετοχών τους βρίσκονται σε χαμηλά σε σχέση με το παρελθόν επίπεδα αλλά και σε σχέση με τα κέρδη που εκτιμάται ότι θα βγάλουν στο μέλλον όταν η πανδημία ξεπεραστεί, αναμένεται να δούμε τις αξίες των εταιριών της “πραγματικής” που σήμερα είναι βυθισμένες να αποκαθίστανται.
Αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, είναι ότι οι τιμές των μετοχών των εταιριών τεχνολογίας βρίσκονται σε αδιανόητα υψηλά επίπεδα – και η διάθεση των επενδυτών για τέτοιου είδους επενδύσεις φαίνεται να παραμένει ισχυρή – και παράλληλα οι τιμές των εταιριών της “πραγματικής” οικονομίας βρίσκονται πολύ χαμηλά. Όμως λόγω στάθμισης των δεικτών των χρηματιστηρίων με βάση τις κεφαλαιοποιήσεις, οι δείκτες βρίσκονται ψηλά εξαιτίας των κολοσσιαίων εταιριών τεχνολογίας παρά τις χαμηλές τιμές των βιομηχανικών μετοχών. Η διαφορά αυτή στις αποτιμήσεις μεταξύ τεχνολογικών και βιομηχανικών / “πραγματικών” μετοχών αναμένεται ότι θα περιορισθεί υπέρ των δεύτερων.
Στο ελληνικό Χρηματιστήριο το ενδιαφέρον είναι, προς το παρόν, πολύ περιορισμένο. Η αγορά ήταν πάντα ρηχή και παραμένει πολύ ρηχή με ελάχιστους επενδυτές να δραστηριοποιούνται. Αυτό είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο, κάποιοι ιδιώτες μεγαλοεπενδυτές να προηγούνται στις τοποθετήσεις κεφαλαίων στο ελληνικό χρηματιστήριο και το φυσικό επακόλουθο είναι αν υπάρξει ρυθμός ανάπτυξης και δημιουργία εισοδημάτων μετά την πανδημία να αρχίσουν να τοποθετούνται σταδιακά και κάποιοι μικροεπενδυτές. Ο φόβος του πληθωρισμού μπορεί να επιταχύνει αυτές τις τοποθετήσεις μικρών αποταμιευτών στο Χρηματιστήριο αν νιώσουν ασφάλεια και εφόσον οι αποδόσεις των καταθέσεων είναι αρνητικές ή μηδενικές. Θα τοποθετήσουν δηλαδή μέρος των αποταμιεύσεων τους σε μετοχές ελπίζοντας σε κάποια απόδοση που δεν τη βρίσκουν στις τραπεζικές καταθέσεις και προκειμένου να προστατεύσουν τα χρήματα τους από τον πληθωρισμό που αργά ή γρήγορα θα επανεμφανιστεί.
Αυτό που ήδη έχει ανέβει σημαντικά είναι οι τιμές των ακινήτων στην Αθήνα κυρίως που σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν τα όρια του παραλόγου. Τιμές οι οποίες δικαιολογούνται για κάποια εξαιρετικά ακίνητα σε ιδιαίτερα ακριβές περιοχές έχουν επικρατήσει πλέον σε όλα τα ακίνητα ακόμη και σε αυτά που βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Και ενώ οι μεσίτες προβλέπουν περαιτέρω αύξηση των τιμών παντού, δεν αποκλείεται οι τιμές αυτές να μείνουν σε επίπεδο επιθυμίας των πωλητών αλλά χωρίς να γίνονται αρκετές αγοραπωλησίες. Ιδιαίτερα όταν αρχίσουν ξανά οι πλειστηριασμοί ακινήτων αφού τα κοράκια των funds που αγόρασαν τα κόκκινα δάνεια από τις τράπεζες θα ρίξουν στην αγορά μέσω πλειστηριασμών περί τις 200.000 ακίνητα. Το ζήτημα αυτό θα πρέπει να το αντιμετωπίσουν η κυβέρνηση και η Δικαιοσύνη σύντομα διότι θα προκαλέσει εκτός από οικονομικές στρεβλώσεις και κοινωνικές εντάσεις και ο μόνος τρόπος να το αντιμετωπίσει είναι βάζοντας όρια στην απληστία των κερδοσκόπων που διαχειρίζονται τα ξένα funds οι οποίοι ενώ αγόρασαν κοψοχρονιά τα κόκκινα δάνεια διεκδικούν εκβιάζοντας δανειολήπτες και εγγυητές, υπερκέρδη.
Οι προοπτικές πάντως της οικονομίας μοιάζουν καλές με την προϋπόθεση ότι οι εμβολιασμοί θα κάμψουν την ένταση της πανδημίας και ότι ο τουρισμός θα λειτουργήσει από τον Μάιο και μετά.