Όλες οι προβλέψεις που δημοσιεύονται για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα χρόνια είναι ιδιαιτέρως θετικές. Προβλέπονται ρυθμοί ανάπτυξης άνω του 7% αρχικά και ενδεχομένως και άνω του 10% κάποιες χρονιές. Οι προβλέψεις αυτές στηρίζονται σε προϋποθέσεις, με βασικότερη όλων την αξιοποίηση του Αναπτυξιακού Ταμείου που αναμένεται να συνεισφέρει δεκάδες δισ. χρηματοδοτήσεων στη χώρα. Ομως προϋπόθεση για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου είναι η ύπαρξη αφενός ιδίων κεφαλαίων κατά 20% και δανείων κατά 30% του ύψους της επένδυσης.
Αυτή η προϋπόθεση αυτομάτως αποκλείει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από τις χρηματοδοτήσεις, καθότι πολλές δεν διαθέτουν το 20% των ιδίων κεφαλαίων και οι περισσότερες βρίσκουν την πόρτα των τραπεζών κλειστή αφού οι τράπεζες είναι πολύ προσεκτικές στη δανειοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων λόγω του φόβου της δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων. Οι τραπεζίτες ορθώς επισημαίνουν ότι δεν μπορούν να δανείζουν αφερέγγυους δανειολήπτες, αλλά από την άλλη -όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη- κανένας δανειολήπτης δεν είναι αφερέγγυος αν δεν αποδειχθεί ότι είναι αφερέγγυος τη στιγμή που δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του.
Η προεξόφληση λοιπόν της αφερεγγυότητας του υποψήφιου δανειολήπτη είναι λίγο-πολύ αυθαίρετη. Παρ’ όλα αυτά η επιφυλακτικότητα των τραπεζών είναι δικαιολογημένη. Αν όμως δεν δώσουν δάνεια ούτε οι ίδιες θα βγάλουν κέρδη, ούτε επενδύσεις θα γίνουν, ούτε οι προβλέψεις για ανάπτυξη θα επιτευχθούν.
Απαιτείται λοιπόν να βρεθεί μια χρυσή τομή, ώστε και οι τράπεζες να καλυφθούν από τους κινδύνους και οι επιχειρήσεις να χρηματοδοτηθούν. Οι λύσεις που προτείνονται σχετίζονται κυρίως με τις εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης από επενδυτικές εταιρείες οι οποίες επιτρέπεται και ρίσκο να πάρουν και δάνεια να δώσουν. Και σε αυτή τη λογική η κυβέρνηση πρέπει να εξετάσει τις διεθνείς πρακτικές και να προσαρμόσει το ισχύον στην Ελλάδα θεσμικό πλαίσιο.
Πέραν αυτού όμως υπάρχει και μια άλλη μεγάλη ευκαιρία, η οποία ταιριάζει στην ελληνική οικονομική πραγματικότητα και σχετίζεται με τον τομέα της αγοράς γης και της οικοδομής, που παραδοσιακά και ιστορικά αποτελούν μοχλό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης παρουσίασε προχθές τον κλιματικό νόμο της χώρας και επεσήμανε ότι μετά το 2023 δεν θα επιτρέπεται να τοποθετούνται καυστήρες πετρελαίου σε περιοχές όπου υπάρχει επαρκές δίκτυο φυσικού αερίου. Πολύ σωστό μέτρο. Στη λογική αυτού του μέτρου θα μπορούσε να «χτιστεί» ένα ολόκληρο σύστημα οικοδόμησης πράσινων κτιρίων. Δηλαδή σπίτια και επαγγελματικά ακίνητα που θα είναι κατασκευασμένα με οικολογικά υλικά, θα λειτουργούν με εναλλακτικές πηγές ενέργειας και ύδρευσης και θα προστατεύουν αντί να επιβαρύνουν το περιβάλλον.
Η διευκόλυνση της πράσινης οικοδομής πέραν του ότι είναι αναγκαία για το περιβάλλον, είναι και επιβεβλημένη για την επιτάχυνση της ανάπτυξης στην Ελλάδα. Και εμμέσως ξεπερνιέται και το πρόβλημα των τραπεζικών χρηματοδοτήσεων, διότι ο οικοδομικός κλάδος -σε αντίθεση π.χ. με τις υπηρεσίες- συνδέεται ευθέως με χειροπιαστές εγγυήσεις διευκολύνοντας έτσι τη χορήγηση του δανείου. Τα δε υλικά και οι συσκευές που χρειάζονται για μια πράσινη οικοδομή σε πολύ μεγάλο βαθμό είναι, ή μπορεί να είναι, ελληνικής παραγωγής. Συνεπώς, η χρηματοδοτούμενη από τις τράπεζες κατασκευή πράσινων κτιρίων με ελληνικά προϊόντα και υλικά και από ελληνικές κατασκευαστικές εταιρείες αφενός διευκολύνει τις τραπεζικές χρηματοδοτήσεις και αφετέρου διαχέει το χρήμα σε πολύ μεγάλο πλήθος ελληνικών επιχειρήσεων (παραγωγή και υπηρεσίες).
Παράλληλα με τη διευκόλυνση των οικολογικών οικοδομών, είναι μια ευκαιρία για το κράτος να «επιστρέψει» τις αξίες των περιουσιών που επί δεκαετίες απαξίωναν οι κυβερνήσεις με το πρόσχημα της προστασίας του περιβάλλοντος. Διότι, για παράδειγμα, αν απαιτούνται 4 ή και 10 στρέμματα (όπως ήταν κάποια στιγμή) για το χτίσιμο εκτός οικισμών, η αξία της περιουσίας όσων έχουν μικρότερα οικόπεδα έχει εκμηδενιστεί.
Τι θα γινόταν όμως αν το κράτος επέτρεπε την οικοδόμηση και μικρότερων οικοπέδων π.χ. ενός στρέμματος, με την προϋπόθεση ότι η οικοδομή θα ήταν απολύτως οικολογική; Θα αποκαθιστούσε τις αξίες των περιουσιών των πολιτών και θα πολλαπλασίαζε τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας σημαντικά, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα βιώσιμη ανάπτυξη στις περιοχές οικοδόμησης. Και ένα ακόμη σημείο (κοινωνικής δικαιοσύνης) είναι ότι ενώ σήμερα ο ιδιοκτήτης ενός οικοπέδου τεσσάρων στρεμμάτων σε οποιοδήποτε νησί έχει μια περιουσία σημαντικής αξίας που θέλουν πολλοί ξένοι να την αγοράσουν, ο συγχωριανός του δεν έχει φράγκο επειδή το δικό του οικόπεδο δεν είναι τέσσερα στρέμματα ώστε να χτιστεί. Ετσι δημιουργούνται (από τύχη) μεγάλες περιουσιακές ανισότητες σε όλες τις αναπτυσσόμενες περιοχές της χώρας.
Αν λοιπόν στο πλαίσιο της πράσινης ανάπτυξης η κυβέρνηση προχωρούσε και σε κάποιες τέτοιου τύπου αποφάσεις για τη δυνατότητα οικοδόμησης υπό περιβαλλοντικές προϋποθέσεις, θα πετύχαινε πολλαπλούς στόχους, τόσο οικονομικούς όσο και πολιτικούς, αφού θα αύξανε την αξία των περιουσιών εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.