Ολα τα παραδείγματα του παρελθόντος βοούν για το δεύτερο. Ελπίζουμε να γίνει το πρώτο. Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο αν θα διατεθούν σε παραγωγικές επενδύσεις που θα φέρουν αύξηση της παραγωγής, μείωση των εισαγωγών, αύξηση των εξαγωγών, τα οποία θα προσθέσουν αρκετές μονάδες στο ΑΕΠ και θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και εισοδήματα που θα διαχυθούν σε όλους. Υπάρχει ένα ακόμη ζήτημα: μπορεί να υπάρξουν στην Ελλάδα τέτοιες επενδύσεις και τέτοιες συνθήκες αν δεν γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία του Δημοσίου, στη φορολογία, στην κοινωνική ασφάλιση, στη Δικαιοσύνη, στο τραπεζικό σύστημα, στην Παιδεία;
Η απάντηση είναι όχι.
Ακόμη και αν η κυβέρνηση και οι επόμενες κυβερνήσεις διαχειρίζονταν άριστα το χρήμα και το κατηύθυναν σε παραγωγικές επενδύσεις, ελληνικές και ξένες, τελικά το επιθυμητό αποτέλεσμα δεν θα το πετυχαίναμε. Κι αυτό διότι η Ελλάδα δεν είναι ανταγωνιστική για τις επενδύσεις και το επιχειρείν εξαιτίας των δομικών στρεβλώσεων από τις οποίες υποφέρει. Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση του εργοστασίου της Πίτσος, μιας εμβληματικής για την Ελλάδα φίρμας που έχει εξαγοραστεί από τους Γερμανούς και πλέον διακόπτει τη δραστηριότητά της στη χώρα μας και τη μεταφέρει στην Τουρκία. Ποιος είναι ο λόγος; Τη συμφέρει να το κάνει αφενός γιατί στην Τουρκία θα έχει χαμηλότερα κόστη συνολικά και αφετέρου γιατί στην Ελλάδα έχει μπλέξει με τη γραφειοκρατία και τις αντιδράσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και των συνδικαλιστών.
Οι Γερμανοί, λοιπόν, αποφάσισαν να δώσουν πολύ μεγαλύτερες από τις νόμιμες αποζημιώσεις στους εργαζομένους για να τους απολύσουν, να κλείσουν το εργοστάσιο και να το μεταφέρουν στην Τουρκία. Οταν ενημέρωσαν για τα σχέδιά τους την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ πριν από τρία χρόνια, ο τότε υπουργός Σταθάκης δήλωσε ψύχραιμα ότι δεν πρόκειται για μείωση της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών στη χώρα μας, αλλά για ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης της πολυεθνικής στην οποία ανήκει η Πίτσος. Τρίχες κατσαρές… Οι αλλαγές σχεδίων των πολυεθνικών γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο γίνονται. Επειδή δεν τις βολεύει η λειτουργία σε μια χώρα και επιλέγουν μια άλλη όπου δεν έχουν ούτε τόσα προβλήματα ούτε τόσο κόστος.
Το ίδιο έχει γίνει στο παρελθόν και με πολλές άλλες επιχειρήσεις, έχουμε δε και πολλά παραδείγματα κορυφαίων ελληνικών επιχειρήσεων που φεύγουν από την Ελλάδα, όχι μόνο ξένων. Για να μη μιλήσουμε για τις πολλές μικρότερες ελληνικές επιχειρήσεις που έχουν βρει καταφύγιο στη Βουλγαρία και την Αλβανία. Τα μεγάλα εμπόδια του επιχειρείν στην Ελλάδα, πέραν της γενικευμένης αρνητικής άποψης για τις επιχειρήσεις που έχουν ο δημόσιος τομέας και ο πολιτικός κόσμος και πέραν των προβλημάτων που προκαλούν κατά καιρούς πολιτικά υποκινούμενοι από την Αριστερά συνδικαλιστές, είναι γνωστά και χιλιογραμμένα. Πολύ υψηλοί φόροι και ασφαλιστικές εισφορές, πολύ μεγάλο κόστος γραφειοκρατίας, αιφνιδιαστικές αλλαγές στις υποχρεώσεις των επιχειρήσεων έναντι του κράτους, έκτακτες οικονομικές αφαιμάξεις, ακατανόητο και μεταβαλλόμενο νομικό και διοικητικό περιβάλλον και πολλά άλλα.
Κοντά σε αυτά είναι η αδυναμία της Δικαιοσύνης να ολοκληρώσει μια υπόθεση σε κάποιο ανεκτό χρονικό διάστημα, η τρομακτική πολυνομία, η έλλειψη εκπαίδευσης των δικαστών σε ειδικά οικονομικά θέματα, οι παρεμβάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, τα εμπόδια που βάζει η Αρχαιολογική Υπηρεσία, ο άκρατος λαϊκισμός που χαρακτηρίζει τις αποφάσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της κυβέρνησης σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν επενδύσεις κ.λπ.
Η επιτροπή Πισσαρίδη τα έχει επισημάνει πρόσφατα, ο ΟΟΣΑ τα έχει πει χίλιες φορές, οι λίστες κατάταξης των χωρών με βάση τη φιλικότητά τους προς το επιχειρείν και την ανταγωνιστικότητα το αποκαλύπτουν αναλυτικά σε κάθε κριτήριο που εξετάζεται από τους διεθνείς οργανισμούς. Το τι πρέπει να γίνει το γνωρίζουν πολύ καλά όλοι όσοι εργάζονται στο Δημόσιο και όσοι πολιτεύονται. Δεν χρειαζόταν να το ξαναπεί η επιτροπή Πισσαρίδη – καλά έκανε βέβαια και το είπε.
Το υπουργείο Οικονομικών υιοθέτησε ήδη κάποιες από τις προτάσεις, η προσπάθεια είναι στη σωστή κατεύθυνση, αλλά πρέπει να συνεχιστεί. Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να προχωρήσουν με πολύ περισσότερο θάρρος και ακόμη περισσότερη ταχύτητα. Διαφορετικά, η καλή πρόθεση της κυβέρνησης για την ορθή και παραγωγική κατανομή των χρημάτων θα πάει χαμένη αν δεν βελτιωθεί το γενικότερο επιχειρηματικό περιβάλλον. Ακόμη και αν καταφέρει η κυβέρνηση να μοιράσει σωστά το χρήμα, ακόμη και αν ξεκινήσουν κάποια επενδυτικά σχέδια, δεν θα αποδώσουν διότι θα εμποδιστούν στην πορεία. Δεν αρκεί, λοιπόν, να γίνει καλή διαχείριση των 70 δισ. και να ξεκινήσουν σημαντικές επενδύσεις, χρειάζεται να έχει διαμορφωθεί το οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον με σωστό τρόπο ώστε οι επενδύσεις αυτές να ολοκληρωθούν, να λειτουργήσουν και να αποδώσουν. Και από αυτό απέχουμε πολύ ακόμη.