Τα τελευταία μέτρα που ψήφισε η κυβέρνηση αποτιμώνται σε ένα συνολικό ποσό 9 δισ. ευρώ, το οποίο η κυβέρνηση σκοπεύει να καλύψει με αύξηση φόρων και μείωση συντάξεων και μισθών. Σύμφωνα με την τελευταία μελέτη που έγινε το 2012 από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο, η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα φτάνει τα 28 δισ. ευρώ. Η παραοικονομία ανερχόταν ιστορικά στο 30% του ΑΕΠ, ποσό που αντιστοιχεί σήμερα σε περισσότερα από 50 δισ. ευρώ, και κατά πάσα πιθανότητα με τους τελευταίους ιδιαίτερα υψηλούς φόρους η παραοικονομία θα αυξηθεί, το ίδιο και η φοροδιαφυγή. Πριν από λίγες ημέρες η Επιτροπή Προϋπολογισμού της Βουλής ανακοίνωσε ότι ή θα συλληφθεί η φοροδιαφυγή ή θα ενεργοποιηθεί ο κόφτης δαπανών και θα μειωθούν ακόμη περισσότερο εισοδήματα και συντάξεις. Η διεθνής ελεγκτική εταιρεία PWC ανακοίνωσε ότι στην Ελλάδα υπάρχουν εξαιρετικά υψηλοί φόροι, αλλά λίγοι συλλέγονται από το κράτος. Αυτή είναι η σημερινή «φωτογραφία» της δημοσιονομικής κατάστασης, μια φωτογραφία που δεν επιτρέπει αισιοδοξία αν δεν μαζευτεί η φοροδιαφυγή. Η κυβέρνηση ανακοίνωσε σκληρές ποινές για τους φοροφυγάδες και αυτές εξαρτώνται από τη δυνατότητα των ελεγκτών της Εφορίας να τους εντοπίσουν και από τη διάθεσή τους να επιβάλουν τα πρόστιμα.
Το ερώτημα είναι γιατί η κυβέρνηση αυτή, όπως και οι προηγούμενες, παιδεύεται να συλλάβει τη φοροδιαφυγή μέσω ελέγχων και ποινών μόνο, όταν είναι ηλίου φαεινότερο ότι αυτό που φταίει είναι το φορολογικό σύστημα.
Για να συλληφθεί η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, δύο τρόποι υπάρχουν:
Πρώτον και σημαντικότερον, η κατάργηση των μετρητών. Αν δεν κυκλοφορούν μετρητά, δεν μπορεί κανείς να πληρώσει ή να εισπράξει μαύρα.
Δεύτερον, να μπουν αντικειμενικά κριτήρια φορολόγησης στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Ας δούμε το πρώτο. Τη στιγμή αυτή ο καθένας μπορεί να σηκώνει από την τράπεζα 420 ευρώ την εβδομάδα ή 1.680 ευρώ τον μήνα σε μετρητά. Το ζευγάρι μπορεί να σηκώνει 3.360 ευρώ τον μήνα. Με λίγα λόγια, οι Ελληνες μπορούν ακόμη και υπό τους περιορισμούς των αναλήψεων μετρητών που ήρθαν μαζί με τα capital controls να σηκώνουν πολύ περισσότερα από το μέσο μηνιαίο εισόδημα σε μετρητά. Και να πληρώνουν αυτά τα ποσά με μετρητά, πράγμα που σημαίνει ότι αυτοί που πληρώνουν αποφεύγουν τον πολύ υψηλό ΦΠΑ 24% (το 1/4 του ποσού που θα πλήρωναν κανονικά) και αυτοί που εισπράττουν γλιτώνουν τον φόρο εισοδήματος (το 1/3 του ποσού του φόρου που θα πλήρωναν). Ξέρω ότι ακούγεται παράδοξο, αλλά για να αντιμετωπίσουμε τη φοροδιαφυγή πρέπει να περιορίσουμε σημαντικά το όριο αναλήψεων μετρητών, π.χ. στα 100 ευρώ την εβδομάδα ή και λιγότερο. Εξάλλου δεν υπάρχει συναλλαγή που δεν μπορεί να γίνει με ηλεκτρονική πληρωμή ή κάρτα μετρητών ή πιστωτική. Και δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην μπορεί να χρησιμοποιήσει κάρτα, αφού ακόμη και οι ηλικιωμένοι έχουν μάθει να τη χρησιμοποιούν στα ΑΤΜ.
Το δεύτερο μέτρο που θα περιόριζε τη φοροδιαφυγή στο εισόδημα είναι τα αντικειμενικά κριτήρια. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, ένα πολύ μεγάλο μέρος -η πλειοψηφία- των μελών των δικηγορικών συλλόγων δηλώνει στην Εφορία ετήσιο έσοδο 10.000 ευρώ. Οι ίδιοι οι δικηγόροι (αυτοί που δηλώνουν κανονικά τα έσοδά τους) προτείνουν την εφαρμογή ενός αντικειμενικού συστήματος που να αποτελεί τη βάση της φορολόγησης χωρίς να αντικαθιστά τους ελέγχους. Λένε δηλαδή ότι όποιος έχει άδεια ασκήσεως του δικηγορικού επαγγέλματος να μπορεί τα πρώτα 8 χρόνια από την έναρξη της δραστηριότητάς του να δηλώνει ό,τι θέλει, αλλά από τον 9ο χρόνο και μετά να φορολογείται με ένα μίνιμουμ εισοδήματος 20.000 ευρώ. Και εξηγούν ότι αν κάποιος δεν έχει καταφέρει μετά από 8 χρόνια άσκησης της δικηγορίας να κερδίζει 20.000 ευρώ, καλύτερα να αλλάξει επάγγελμα. Αυτό το τεκμαρτό εισόδημα θα πρέπει να αυξάνεται με τα χρόνια ανά πενταετία. Τα ίδια πρέπει να ισχύουν και για γιατρούς, μηχανικούς και άλλους σπουδασμένους ελεύθερους επαγγελματίες. Χωράει πολλή συζήτηση αυτό το ζήτημα, ίσως είναι λάθος τα νούμερα, ίσως να χρειάζονται εξαιρέσεις, οι ειδικοί τα ξέρουν καλύτερα, αλλά εδώ μιλάμε για ένα σύστημα προσέγγισης από την Εφορία του εισοδήματος που πρέπει να φορολογηθεί. Το ίδιο σύστημα των αντικειμενικών κριτηρίων πρέπει να εφαρμοστεί και σε άλλους ελεύθερους επαγγελματίες, για παράδειγμα στους ταξιτζήδες, οι οποίοι υποχρεώνονται φέτος να αγοράσουν νέες ταμειακές μηχανές συνδεδεμένες με την Εφορία. Αυτό θα τους κοστίσει τουλάχιστον 600 ευρώ, όταν τον περασμένο Νοέμβριο είχαν πάλι υποχρεωθεί να αγοράσουν αυτές που έχουν σήμερα, αλλά διαπιστώθηκε ότι τις πειράζουν. Οι ίδιοι γκρινιάζουν και ορισμένοι προτείνουν επάνοδο στα αντικειμενικά κριτήρια, δηλώνοντας ότι δεν κόβουν αποδείξεις. Ζητάνε κάποιοι από αυτούς λοιπόν να πληρώνουν φόρο με ένα αντικειμενικό σύστημα που να ορίζει ότι, π.χ., έχουν εισόδημα 1.000 ευρώ τον μήνα, δηλαδή 12.000 ευρώ τον χρόνο. Λογικό ακούγεται.
Τα αντικειμενικά κριτήρια φορολόγησης, τα οποία είχε εφαρμόσει ο Τσοβόλας κάποτε, είχαν αποδώσει. Και περιορίζουν σημαντικά την ανάγκη ελέγχου από τους εφοριακούς, απελευθερώνοντας τους ελεγκτές για να ψάξουν τα παραπάνω. Αυτά τα δυο μέτρα, ο περιορισμός των μετρητών και τα αντικειμενικά κριτήρια στους ελεύθερους επαγγελματίες, μπορούν να αποδώσουν σημαντικά φορολογικά έσοδα από τον πρώτο χρόνο της εφαρμογής τους και να περιορίσουν άμεσα αλλά και μακροπρόθεσμα τη φοροδιαφυγή.
Γιατί δεν εφαρμόζονται; Ο περιορισμός των μετρητών έχει πολιτικό κόστος για το κυβερνών κόμμα, ενώ τα αντικειμενικά κριτήρια για κάποιον λόγο θεωρούνται παλιομοδίτικα, αφού ένα σύγχρονο κράτος έχει μηχανισμούς ελέγχου των πραγματικών εισοδημάτων. Ναι, θεωρητικά η Ελλάδα, ως σύγχρονο κράτος, θα έπρεπε να έχει τέτοιους μηχανισμούς, αλλά τελικά έχει φοροδιαφυγή άνω των 30 δισ. ευρώ ετησίως και αναγκάζεται κάθε χρόνο να υπογράφει επαχθή μνημόνια και να τιμωρεί τους πολίτες με μείωση εισοδημάτων και αύξηση φόρων, ενώ οι φοροφυγάδες συνεχίζουν να φοροδιαφεύγουν. Μόνο αυτά τα μέτρα αντιμετωπίζουν τη φοροδιαφυγή και επιτρέπουν ταχύτατη μείωση των φόρων και ανάπτυξη της οικονομίας άμεσα.