Κανένας δεν γνωρίζει, και συνεπώς κανένας δεν μπορεί να προβλέψει με ακρίβεια, ούτε το πόση μεγάλη ζημιά θα προκαλέσει τελικά ο κορωνοϊός, ούτε το πόσο ισχυρά αντίμετρα θα πάρουν οι κυβερνήσεις. Ολοι κρίνουν με προσωρινά στοιχεία, με αβάσιμες υποθέσεις και με σημείο αναφοράς το παρελθόν. Κανένα από αυτά τα κριτήρια δεν είναι σωστό και κατά συνέπεια καμία πρόβλεψη δεν μπορεί να ληφθεί σοβαρά υπόψη.
Ας τα δούμε ένα-ένα.
Οι οικονομικές προβλέψεις γίνονται με την υπόθεση ότι ο κορωνοϊός θα αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά μέσα στον επόμενο χρόνο. Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτό είναι μια βάσιμη πρόβλεψη, αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε οικονομικές εκτιμήσεις, καταρχήν, επειδή είναι εντελώς διαφορετικό το να αρχίσουν τώρα να ανοίγουν σταδιακά οι οικονομίες ή να ανοίξουν μετά από έναν χρόνο.
Είναι εντελώς άλλη η επίδραση στην οικονομία αν βρεθεί το εμβόλιο στο τέλος του 2020 ή στο εξάμηνο του 2021 ή μέσα στο 2022. Είναι εντελώς διαφορετικό το να ανοίξει το 50% της κάθε οικονομίας, το 75% ή το 100% ή χειρότερα το 30%. Και είναι άγνωστο αν θα «ανοιγοκλείνουν» οι οικονομίες ανάλογα με τις εξάρσεις και τα κύματα του ιού. Συνεπώς, όλα αυτά είναι εντελώς στον αέρα. Αρα είναι άγνωστες οι επιπτώσεις, το ύψος της ζημίας που θα προκληθεί ανά κλάδο, ανά χώρα, ανά γεωγραφική περιοχή και ανά οικονομική ζώνη.
Δεύτερον, δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσα θα είναι τα λεφτά που θα διατεθούν για την αντιμετώπιση της άγνωστης μέχρι στιγμής ζημίας και με ποιον τρόπο θα τα διαθέσουν οι κυβερνήσεις ή οι ενώσεις κρατών, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση. Τα ποσά εξαρτώνται από την άγνωστη ζημιά. Εξαρτώνται επίσης από τις εκτιμήσεις τής κάθε κυβέρνησης και των διεθνών οργανισμών.
Τρίτον, είναι άγνωστο πού θα καταλήξουν τα παζάρια μεταξύ κρατών για ενισχύσεις, πόση αλληλεγγύη θα επιδείξουν οι χώρες και πόση απληστία αντίστοιχα οι τράπεζες επενδύσεων και τα χρηματιστηριακά funds, πώς θα κινηθεί η παγκόσμια ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες, πόσες επιχειρήσεις θα κλείσουν, πόσο μεγάλη θα είναι η ανεργία που θα προκληθεί.
Οσον αφορά στην Ευρωπαϊκή Ενωση, για παράδειγμα, γίνονται πολλά λάθη ακόμη και από τους διεθνείς οργανισμούς, που δεν θα περίμενε κανείς να τα κάνουν. Συγκρίνουν, για παράδειγμα, τα 2 τρισ. δολάρια που ανακοίνωσαν ότι θα διαθέσουν οι ΗΠΑ με τα 540 δισ. που ανακοίνωσε το Eurogroup και βρίσκουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια πολύ λίγα. Μα, τα 540 δισ. είναι επιπλέον των εθνικών προϋπολογισμών, ενώ τα 2 τρισ. των ΗΠΑ είναι το σύνολο των επιπλέον χρημάτων που θα διαθέσει ο προϋπολογισμός της χώρας.
Δηλαδή στην Ευρώπη πρέπει να προστεθούν τα κονδύλια που θα διαθέσουν η Γερμανία, η Γαλλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, κάθε χώρα ξεχωριστά και να προστεθούν σε αυτό το άθροισμα τα 540 δισ. του Eurogroup. Αυτή είναι η σωστή σύγκριση και απλώς αναφέρω ότι μόνο ο γερμανικός προϋπολογισμός αυξήθηκε λόγω κορωνοϊού κατά 1 τρισ. ευρώ. Συνεπώς, η Ευρώπη συνολικά διαθέτει για την αντιμετώπιση της πανδημίας πολύ περισσότερα από τις ΗΠΑ. Το ίδιο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων που διαθέτουν πολύ περισσότερα από την αμερικανική Fed.
Οταν, λοιπόν, κάποιος κάνει έναν υπολογισμό για το τελικό αποτύπωμα του κορωνοϊού δεν γνωρίζει ούτε τη ζημία που θα προκαλέσει, διότι εξαρτάται από τη διάρκεια και την εξέλιξή του, ούτε τα λεφτά που θα διατεθούν για να αντιμετωπιστεί αυτή η ζημία. Τι πρόβλεψη, λοιπόν, κάνει; Εντελώς υποθετική και αυθαίρετη.
Παράλληλα, όλοι αυτοί παίζουν και τα δικά τους παιχνίδια. Οι περισσότεροι θέλουν να μεγεθύνουν το ύψος της ζημίας για να πετύχουν μεγαλύτερες ενισχύσεις. Από την άλλη, κάποιοι που φοβούνται ότι θα πληρώσουν αυτές τις ενισχύσεις για άλλες χώρες, όπως οι Γερμανοί, προσπαθούν να υποβαθμίσουν το μέγεθος της ζημίας, για να μην πληρώνουν προκαταβολικά χρήματα που ελπίζουν να μη χρειαστούν τελικά. Ακόμη και το ευρωομόλογο θα βγει, όπως είπε ο Γιούνκερ, αλλά αργότερα και μόνο για αναπτυξιακούς σκοπούς και όχι για κάλυψη ελλειμμάτων.
Συνεπώς, ούτε οι απαισιόδοξοι ούτε οι αισιόδοξοι ξέρουν τι θα γίνει και καμία πρόβλεψη δεν είναι σωστή.
Αυτό που θα κρίνει και το μέγεθος της ζημίας και το ύψος της αντιμετώπισής της είναι η πορεία του κορωνοϊού, δηλαδή ο ιατρικός παράγων. Αυτός καθορίζει σήμερα το παιχνίδι. Και σε αυτό το επίπεδο παίζονται άλλα παιχνίδια. Για παράδειγμα, άρθρο των «Financial Times» έλεγε ότι οι μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες καθυστερούν την εξεύρεση φαρμάκων και εμβολίων γιατί δεν ανταλλάσσουν τα ευρήματα και τις πληροφορίες τους προκειμένου να βρουν εκείνες το φάρμακο και να εισπράξουν υπερκέρδη.
Από την άλλη, πολλοί γιατροί -και στην Ελλάδα- υποστηρίζουν ότι πολλά φάρμακα σε συνδυασμό, δηλαδή κοκτέιλ φαρμάκων, αντιμετωπίζουν σχετικά ικανοποιητικά τον ιό, αλλά δέχονται πόλεμο από τις φαρμακευτικές εταιρείες επειδή είναι πάμφθηνα και δεν τους δίνουν κέρδος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η χλωροκίνη. Ενα υπονοούμενο άφησε και ο κ. Σωτήρης Τσιόδρας αναφερόμενος στο ζήτημα των φαρμάκων και των εμβολίων και λέγοντας να δούμε πότε θα είναι σε επαρκείς ποσότητες και φθηνό, χωρίς πατέντες για να το προμηθευτούν όλοι.
Παίζονται, λοιπόν, πολλά παιχνίδια και υπάρχουν πάρα πολλοί άγνωστοι παράγοντες.
Τι ξέρουμε;
Ξέρουμε ότι υπάρχει πολύ μεγάλη πίεση από τους λαούς προς τις κυβερνήσεις για αλληλεγγύη, αλλά και από διεθνείς οργανισμούς και ινστιτούτα προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αυξήσουν τα χρήματα που θα διαθέσουν για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Ξέρουμε ότι είναι αναπόφευκτη η αλλαγή των κανόνων για τη μέτρηση και την αντιμετώπιση των υπερχρεών που θα δημιουργηθούν. Και ξέρουμε ότι αυτή τη στιγμή γίνονται διαρκώς έντονα παζάρια που θα καταλήξουν σε αύξηση των κονδυλίων. Αυτό, λοιπόν, που μπορούμε σχετικά βάσιμα να υποθέσουμε είναι ότι, επειδή υπάρχει παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών, τελικά όλοι θα κάνουν το μάξιμουμ για να περιοριστεί η παγκόσμια ύφεση την επόμενη διετία σε ένα αντιμετωπίσιμο ποσοστό και να μην υπάρξει μεγάλη και μακροχρόνια ύφεση ή πτωχεύσεις χωρών.
Αρα η παγκόσμια πολιτική τάξη θα αντιμετωπίσει τις ζημίες κατά το μέγιστο δυνατόν, ακόμη και με αλλαγή των κανόνων, ώστε να μην καταρρεύσει η ανθρωπότητα.