Ο κορωνοϊός ανάγκασε τη Δύση να υιοθετήσει πρακτικές στην οικονομία τις οποίες επί δεκαετίες θεωρούσε αδιανόητες. Το τύπωμα χρήματος προκειμένου να καλυφθούν όλες οι ζημίες που προκαλεί στις οικονομίες η πανδημία, οι κρατικές ενισχύσεις προς εργαζομένους και επιχειρήσεις, οι επιδοτήσεις αντί δανείων, τα άτοκα δάνεια, ακόμη και η δωρεάν παροχή εμβολίων και φαρμάκων σε όλους ήταν μέχρι σήμερα πρακτικές αδιανόητες.
Ξαφνικά η νεοφιλελεύθερη πολιτική που βασίλευε στον δυτικό κόσμο ξεχάστηκε και περάσαμε σε έναν «αναγκαστικό σοσιαλισμό». Διότι το μοίρασμα του χρήματος σε όλους ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός και όχι ανάλογα με τις παραγωγικές του δυνατότητες, είναι ένα είδος σοσιαλισμού. Προς το παρόν αυτές οι πρακτικές θεωρούνται προσωρινές. Ομως ήδη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και φυσικά σχεδόν όλα τα πολιτικά κόμματα σε ολόκληρο τον κόσμο θεωρούν ότι η πολιτική αυτή δεν θα εγκαταλειφθεί ακόμη και μετά το τέλος της πανδημίας.
Καθώς διαπιστώνουν ότι η αύξηση του χρήματος δεν προκαλεί πληθωρισμό αντιλαμβάνονται ότι δεν χρειάζεται να τη διακόψουν μόλις τελειώσει η πανδημία. Αυτό που τους απασχολεί περισσότερο είναι τι θα γίνει με το δημόσιο χρέος όλων των χωρών που αυξάνεται και που σε ορισμένες περιπτώσεις -όπως και στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο ευρωπαϊκό Νότο- φτάνει σε εκρηκτικά επίπεδα. Σχετικά με αυτό το πρόβλημα υπάρχουν δύο απαντήσεις. Η μία είναι ότι όσο, αντί για δανεικά, δίνονται επιδοτήσεις δεν αυξάνεται το χρέος και η δεύτερη είναι ότι το δημόσιο χρέος μπορεί να επιμηκύνεται σε διάρκεια και να περιορίζεται το κόστος εξυπηρέτησής του για όσο χρειαστεί, συνεπώς το πρόβλημα λύνεται με λογιστικό τρόπο. Το ίδιο θα μπορούσε να έχει συμβεί και παλιότερα, αλλά επικρατούσαν άλλες αντιλήψεις και κυρίως δεν είχε δοθεί η ευκαιρία, δεν υπήρχε η δικαιολογία για να επικρατήσει αυτή η αντίληψη έναντι της επικρατούσης τότε «τιμωρητικής» διάθεσης απέναντι στους υπερχρεωμένους.
Πέραν όλων αυτών, η αλλαγή της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής προς ένα πιο σοσιαλιστικό μοντέλο, δηλαδή η παροχή ενισχύσεων προς όλους, είναι η λύση που αναγκαστικά θα ακολουθούσε ο κόσμος και χωρίς την πανδημία, για να προσαρμοστεί στις αλλαγές που φέρνει η τεχνολογία και κυρίως στην κατάργηση χιλιάδων επαγγελμάτων. Η καθιέρωση ενός βασικού εισοδήματος για όλους παράλληλα με την παροχή δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, δωρεάν παιδείας και φθηνής πρόσβασης στα δίκτυα έχουν ωριμάσει ως ιδέες όχι μόνο στις κοινωνίες, αλλά και στα πολιτικά κόμματα.
Προς τα εκεί πηγαίνει ο δυτικός κόσμος και αυτή η πορεία θα είναι δύσκολο να ανατραπεί καθώς δεν είναι εύκολο να βρεθούν άλλες εναλλακτικές λύσεις. Καθώς η οικονομική πολιτική της Ευρώπης κινείται πλέον σε άλλους ρυθμούς με στόχο την επιτάχυνση της ανάπτυξης, δίνονται νέες δυνατότητες διαχείρισης και στην ελληνική κυβέρνηση η οποία πρέπει σύντομα να αναθεωρήσει το οικονομικό της πρόγραμμα και να το προσαρμόσει στις νέες συνθήκες. Η αλλαγή των οικονομικών συνθηκών στην Ευρώπη απαιτεί έναν νέο οικονομικό σχεδιασμό για κάθε χώρα και αυτό ισχύει φυσικά και εδώ.
Η κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει ένα πολύ πιο μελετημένο και αποτελεσματικό σύστημα μοιράσματος του χρήματος ώστε αυτό να αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο για μια βιώσιμη μακροχρόνια ανάπτυξη. Θα πρέπει επίσης να ενισχύσει τους τομείς στους οποίους θεωρεί ότι διαθέτει η χώρα προοπτικές και αυτοί περιλαμβάνουν τις υπηρεσίες, την ενέργεια, τις μεταφορές και τις νέες τεχνολογίες, παράλληλα με τους παραδοσιακούς κλάδους των τροφίμων, του τουρισμού, της γεωργίας και των κατασκευών. Το μεγάλο αγκάθι παραμένει ο τραπεζικός τομέας όχι μόνο επειδή μαστίζεται από τα κόκκινα δάνεια -ένα πρόβλημα που λύνεται άμεσα με τη μέθοδο της bad bank που προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος αν βρει η κυβέρνηση το θάρρος να το υλοποιήσει- αλλά και επειδή δεν έχει έχει αλλάξει η νοοτροπία του τραπεζικού συστήματος, η οποία όμως αναγκαστικά θα αλλάξει και θα προσαρμοστεί στα νέα οικονομικά δεδομένα. Αλλιώς οι τράπεζες δεν θα έχουν λόγο ύπαρξης.
Κινείται λοιπόν όλος ο δυτικός κόσμος μαζί σε ένα μοντέλο ενισχυμένου κρατικού τομέα και η βασική διαφορά από το σοσιαλιστικό παρελθόν είναι ότι το κράτος δεν πρέπει να αναλαμβάνει το ίδιο τις επιχειρήσεις, αλλά πρέπει να παίζει ρόλο κεντρικού υποστηρικτή του ιδιωτικού τομέα και όλων των πολιτών. Πρόκειται για ένα νέο μοντέλο το οποίο είναι διεθνώς υπό διαμόρφωση και προκειμένου να περάσουμε ομαλά σε αυτό θα πρέπει τα ελληνικά κόμματα να ξεφύγουν από τις ιδεοληψίες της Δεξιάς και της Αριστεράς και να αφομοιώσουν τις νέες τάσεις που επιβάλλει η πραγματικότητα.
Και αυτό είναι ένα ιδιαίτερα μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα, όπου όλα τα κόμματα επιμένουν να κρατάνε ανοιχτό διαρκώς το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και να πολιτεύονται με βάση το παρελθόν και όχι το μέλλον.