Η μείωση του ΕΝΦΙΑ που ανακοίνωσε η κυβέρνηση είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, αυτή της μείωσης των φόρων ειδικά για τους μεσαίου εισοδήματος φορολογουμένους. Εντάσσεται στο πλαίσιο της οικονομικής πολιτικής που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση για μειώσεις φόρων και ανακουφίζει τους ιδιοκτήτες ακινήτων σε μια εποχή που η ενεργειακή κρίση και ο πληθωρισμός προκαλούν σημαντικό πρόβλημα ρευστότητας σε όλα τα νοικοκυριά.
Η μείωση του ΕΝΦΙΑ βέβαια δεν αρκεί για την ανακούφιση από τους υπερβολικούς λογαριασμούς της ΔΕΗ και του πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης, ούτε για να καλύψει τις ανατιμήσεις των βασικών ειδών διατροφής που βασανίζουν τους μικρομεσαίους επαγγελματίες. Ομως είναι εισόδημα στην τσέπη και μετράει. Από την άλλη μεριά, η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί ότι θα συνεχίσει να στηρίζει τα εισοδήματα με κάλυψη μέρους του ενεργειακού κόστους, καθώς επίσης και ότι θα προχωρήσει σε νέες αυξήσεις μισθών -γενναίες, λέει- για να καλύψει τις εισοδηματικές απώλειες της περασμένης δεκαετίας και τη μείωση της καταναλωτικής δύναμης από τον πληθωρισμό.
Δύσκολο είναι να τα καλύψει όλα αυτά, αφού ο πληθωρισμός επιταχύνεται και ενδεχομένως να παραμείνει αρκετά υψηλός τουλάχιστον για όλο το πρώτο εξάμηνο και αφού η μείωση των μισθών την προηγούμενη δεκαετία είχε φτάσει αθροιστικά στο 12%. Συνεπώς, η κυβέρνηση τελικά θα προσπαθήσει να καλύψει μέρος των απωλειών του εισοδήματος και δεν μπορεί να καταφέρει να καλύψει το σύνολό τους. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι, ανεξαρτήτως του αν θα γίνουν εκλογές φέτος ή το 2023 -ο πρωθυπουργός επιμένει για το 2023 και πράγματι αυτός φαίνεται ότι είναι ο σχεδιασμός του-, σε κάθε περίπτωση βρισκόμαστε σε προεκλογική χρονιά και οι φοροαπαλλαγές, όπως και οι ενισχύσεις εισοδήματος, μετράνε πολύ στην απόφαση της ψήφου. Πολύ περισσότερο από τις κακές συνέπειες της χιονόπτωσης και της πανδημίας.
Συνεπώς, η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να παίξει το προεκλογικό παιχνίδι στο μέτωπο της οικονομίας. Και είναι απορίας άξιον γιατί και η αντιπολίτευση δεν σκέφτεται το ίδιο, αλλά προσπαθεί να αντιπολιτευτεί με κραυγές και ασαφείς πολιτικολογίες. Περιμένουμε από τον νέο πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος διαθέτει και έμπειρα περί τα οικονομικά θέματα στελέχη, να επικεντρώσει την αντιπολιτευτική του πρακτική στα θέματα της οικονομίας και αυτό θα ωφελήσει και τον ίδιο, αλλά και τους πολίτες, αφού η πίεση της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση για την οικονομία πάντα βγαίνει υπέρ των χαμηλόμισθων και των συνταξιούχων. Εννοείται όμως ότι η πίεση αυτή πρέπει να αφορά την αξιοποίηση πραγματικών δυνατοτήτων της οικονομίας και όχι να «ξεχειλώνει» τα δημόσια οικονομικά. Οσον αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, προς το παρόν δεν ασχολείται με την οικονομία -με εξαίρεση κάποιες παρεμβάσεις της Εφης Αχτσιόγλου-, αλλά συνεχίζει να στηρίζει την αντιπολίτευσή του σε «Πολακικές μεθόδους». Κακό για τον ίδιο και για όλους φυσικά.
Οι επενδύσεις
Οσον αφορά το μέτωπο των ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν προχωράνε με τον ρυθμό που θα περίμενε κανείς. Κάποιοι ξένοι επενδυτές αγοράζουν ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά δεν δημιουργούνται νέες δουλειές, απλώς αλλάζουν οι μέτοχοι. Οι Ελληνες μέτοχοι αντικαθίστανται από ξένους, δεν ανοίγουν νέα εργοστάσια, δεν γίνονται άμεσες ξένες επενδύσεις, τουλάχιστον όσες θα περιμέναμε. Η εξαγορά της Viva Wallet, για παράδειγμα, από την JP Morgan, αναμφίβολα, είναι μια ψήφος εμπιστοσύνης στη χώρα, αλλά δεν σημαίνει τίποτα σε επίπεδο πραγματικής οικονομίας. Σημαίνει πολλά για τις τσέπες της κυρίας Λάτση και του κ. Καρώνη που πούλησαν μετοχές, αλλά όχι για την οικονομία συνολικά. Τα μεγάλα δημόσια έργα και οι ελληνικές ιδιωτικές επενδύσεις μετράνε διότι προκαλούν πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στην οικονομία προσφέροντας θέσεις εργασίας και εισόδημα, αλλά όχι οι αλλαγές μετόχων. Περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό το μέτωπο, το οποίο για να αποδώσει χρειάζεται πολλές ακόμη μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση.
Με εξαίρεση τις μεταρρυθμίσεις Πιερρακάκη με την ψηφιοποίηση του Δημοσίου, εκκρεμούν οι αναγκαίες και βιαστικές μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη, οι οποίες πάντα ήταν το ζητούμενο από τους ξένους επενδυτές και περιλαμβάνονται σε κορυφαίες θέσεις σε όλες τις εισηγήσεις του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε., αλλά δεν έχουν καν ξεκινήσει. Μεταρρυθμίσεις χρειάζονται και στο πολύπαθο Ασφαλιστικό και στην ακόμη πιο πολύπαθη Παιδεία, αλλά είναι δύσκολο να περιμένουμε σε προεκλογική χρονιά τέτοιες παρεμβάσεις. Ακόμη κι αν γίνουν φέτος κάποιες κινήσεις στο πλαίσιο της μεταρρυθμιστικής υπόσχεσης της κυβέρνησης, μάλλον θα είναι ασήμαντες και θα πρέπει να περιμένουμε τις σημαντικές μεταρρυθμίσεις μετά τις εκλογές – αν γίνουν και τότε, διότι είναι παρεμβάσεις ιδιαίτερα δύσκολες.
Το πολιτικό κλίμα
Η πολιτική κατάσταση, όπως εξελίσσεται, έχει ένα θετικό. Οτι ανεβαίνει ξανά το ΠΑΣΟΚ, κάτι που σημαίνει πως μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα αποκτήσουμε μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας εκτός της Ν.Δ. Μια πρόταση εξουσίας που δεν θα θέτει τη χώρα σε ανεξέλεγκτους κινδύνους, όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, που επιμένει να συντηρεί ακραίες αντιπολιτευτικές τακτικές και παράλογες ή έστω ανέφικτες πολιτικές προτάσεις.
Από την άλλη μεριά, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εμφανίζεται βέβαιος ότι τελικά θα καταφέρει να διαμορφώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές. Το πρόβλημα είναι ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι διεθνείς αναλυτές θεωρούν ότι η χώρα, λόγω του ότι είμαστε σε προεκλογική χρονιά, βρίσκεται εν όψει πολιτικής αβεβαιότητας και περιμένουν τις εκλογές για να λήξει αυτή η περίοδος, συνεπώς δεν βιάζονται να επενδύσουν.
Με λίγα λόγια, μπήκαμε πλέον όλοι, Ελληνες και ξένοι, σε φάση αναμονής των εκλογών.