Κατ’ αρχάς, η δήλωση αυτή σημαίνει ότι υπάρχουν αρκετά χρήματα για τη στήριξη της οικονομίας (πάνω από 37 δισ. είπε), αν αυτό χρειαστεί. Προφανώς και δεν εννοεί ότι θα καλύψει το κράτος κάθε απώλεια εισοδήματος, αλλά ότι δεν θα αφήσει και κανέναν να πεινάσει. Αποκάλυψε επίσης ότι το ενδεχόμενο ενός δεύτερου lockdown έχει μελετηθεί από το υπουργείο Οικονομικών ώστε να είναι έτοιμο να στηρίξει την οικονομία. Τρίτον, ο υπουργός Οικονομικών αποκάλυψε με αυτή τη δήλωση ότι οι εταίροι επιτρέπουν στην κυβέρνηση να «ξεφύγει» δημοσιονομικά και το 2021, δηλαδή της δίνουν αυτό που ονομάζουμε «δημοσιονομικό χώρο» για χειρισμούς κάλυψης έκτακτων αναγκών.
Η επισήμανσή του, ότι η ύφεση στην Ελλάδα δεν θα είναι μεγαλύτερη, αλλά μάλλον μικρότερη από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο, είναι επίσης ενθαρρυντική, διότι αυτό σημαίνει ότι δεν θα χαρακτηριστούμε ξανά το «μαύρο πρόβατο» της Ε.Ε. και δεν θα απαιτηθεί ειδικός χειρισμός της Ελλάδας, που θα μπορούσε να σημαίνει νέα μνημόνια και τιμωρητικές πολιτικές.
Ολα αυτά είναι ενθαρρυντικά. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι ο κορωνοϊός δεν προκαλεί βαρύ πλήγμα στην ελληνική οικονομία. Ομως το πλήγμα αυτό είναι παροδικό και δεν είναι μόνιμο. Σε αντίθεση με άλλες βαριές οικονομίες, δηλαδή οικονομίες που στηρίζονται σε καθετοποιημένες επιχειρήσεις, σε πολύ μεγάλες βιομηχανίες, η ελληνική οικονομία είναι μια οικονομία κυρίως υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες χάνουν εισόδημα από την πανδημία, έχουν όμως το πλεονέκτημα ότι «ξαναχτίζονται» γρήγορα και εύκολα. Αντίθετα, μια βαριά βιομηχανία που κλείνει ή χάνει το μερίδιό της στις εξαγωγές στη διεθνή αγορά, πολύ δύσκολα καλύπτει το χαμένο έδαφος. Στην Ελλάδα οι λίγες μεγάλες βιομηχανίες που έχουμε έχουν καταφέρει να λειτουργούν ακόμη ανταγωνιστικά με βάση τα αποτελέσματα που ανακοινώνουν, οι δε μικρότερες μονάδες καταφέρνουν να επιβιώνουν στηριζόμενες αφενός στην ευελιξία που προσφέρει το μικρό τους μέγεθος, αφετέρου στους μετόχους τους και στα χρήματα των κρατικών στηρίξεων.
Τα προβλήματα όλων παραμένουν ο τραπεζικός δανεισμός και το μη μισθολογικό κόστος που δημιουργεί το Δημόσιο, οι ασφαλιστικές εισφορές, η γραφειοκρατία, για ορισμένες δε και το κόστος της ενέργειας που είναι πολύ υψηλό. Προς το παρόν, τόσο οι τράπεζες όσο και το Δημόσιο έχουν δώσει παράταση στις πληρωμές δόσεων, συνεπώς οι επιχειρήσεις αυτή τη στιγμή δεν πιέζονται ούτε από το Δημόσιο ούτε από τις τράπεζες, ενώ η ρευστότητα που προσπαθεί να χορηγήσει το κράτος μέσω των προγραμμάτων στήριξης με εγγυημένα δάνεια διευκολύνει τη διαχείριση της ρευστότητας των επιχειρήσεων. Φυσικά τα προγράμματα αυτά δεν είναι επαρκή, ούτε οι τράπεζες τα διαχειρίζονται με τον καλύτερο τρόπο, πάντως μια σχετική διευκόλυνση παρέχεται σε κάποιους και αυτή διαχέεται στο σύνολο της οικονομίας.
Τα προβλήματα, λοιπόν, της οικονομίας μετατίθενται στο μέλλον, αλλά μπορούμε να υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση θα καταφέρει, αν ξεφύγουμε από τον βρόχο του κορωνοϊού και μπούμε σε φάση ανάπτυξης μετά το α’ εξάμηνο του 2021, να βρει τρόπους να ανακουφίσει τις επιχειρήσεις από τις υποχρεώσεις που συσσωρεύονται και θα εμφανιστούν όλες μαζί τότε. Να γίνουν δηλαδή ρυθμίσεις ώστε οι επιχειρήσεις να καταφέρουν να αντεπεξέλθουν.
Η μετάθεση του προβλήματος στο μέλλον αυτή τη στιγμή είναι η ενδεδειγμένη πολιτική για τον απλό λόγο ότι τώρα δεν μπορεί να λυθεί το πρόβλημα.
Παράλληλα, η κυβέρνηση λαμβάνει μέτρα μείωσης του μη μισθολογικού κόστους, δηλαδή μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, εκμεταλλευόμενη την ανοχή που δείχνει σήμερα η Ε.Ε. στις δημοσιονομικές αποκλίσεις. Τα μέτρα αυτά δημιουργούν ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον λειτουργίας των επιχειρήσεων για τα επόμενα χρόνια, ώστε να μπορούν ταχύτερα να συνέλθουν από το σοκ της πανδημίας.
Θα μου πείτε: «Μα, είναι δηλαδή όλα καλώς καμωμένα;». Οχι, δεν είναι.
Αντιμετωπίζεται μεν το σημερινό πρόβλημα όπως-όπως, αλλά δεν στρώνεται επαρκώς καλά το έδαφος για το μέλλον. Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων και η ανακούφιση των πολιτών από τα φορολογικά βάρη θα έπρεπε να είναι ταχύτερες, εφόσον και η Ευρώπη είναι ανεκτική. Σήμερα. Διότι αύριο δεν θα είναι και δεν θα μπορούμε να τα κάνουμε. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι θα πρέπει τώρα να ληφθεί μέριμνα ώστε να ανακουφιστεί η οικονομία από τα τραπεζικά βαρίδια. Επί πολλά χρόνια επικρατεί η άποψη ότι οι επιχειρηματίες που έχουν φτάσει σε αδιέξοδο και δεν μπορούν να ξεπληρώσουν τα δάνειά τους ευθύνονται για την κατάντια τους, ότι οι τράπεζες δεν έσφαλαν και ότι πρέπει να πάρουν τα λεφτά τους πίσω πάση θυσία (αδιάκοπα χρηματοδοτούμενες από τους ήδη εξαιρετικά επιβαρυμένους φορολογουμένους), ότι δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους κακοπληρωτές να κλέψουν το χρήμα των τραπεζών. Τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι. Αν κάτσει κανείς να εξετάσει το γιατί έχουμε σήμερα τόσα κόκκινα δάνεια θα διαπιστώσει ότι σε πάρα πολλές περιπτώσεις οφείλονται σε πολύ κακές τραπεζικές πρακτικές. Αυτά, λοιπόν, πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει θεσμικά η κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει αφενός να ακούσει τον διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα και να προχωρήσει με τη λύση της bad bank που προτείνει ώστε να ανακουφιστεί το σύστημα από τα κόκκινα δάνεια και αφετέρου να δημιουργήσει το απαιτούμενο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των δανειοληπτών και των καταθετών ώστε να μην μπορεί στο μέλλον να ξαναδημιουργηθούν τέτοια κόκκινα δάνεια.
Αυτά, προς το παρόν, η κυβέρνηση δεν τα κάνει και πρέπει να τα κάνει άμεσα.
Τέλος, όπως επεσήμανε και ο πρόεδρος της Μυτιληναίος, Ευάγγελος Μυτιληναίος, σε πρόσφατη ομιλία του στον Κύκλο Ιδεών του Ευάγγελου Βενιζέλου, η πανδημία είναι μια ευκαιρία μεταρρυθμίσεων μοναδική, την οποία η κυβέρνηση πρέπει να εκμεταλλευτεί για να στρώσει το έδαφος για την ανάπτυξη της οικονομίας μετά την κρίση. Και αυτό δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά όλους τους χρονίως πάσχοντες κλάδους, όπως η παιδεία, η κοινωνική ασφάλιση, ο τρόπος επιλογής αναδόχων στα δημόσια έργα και προμηθευτών του Δημοσίου, η Δικαιοσύνη και συνολικά η Δημόσια Διοίκηση. Πράγματι, τώρα είναι μια μοναδική ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις και δεν πρέπει να πάει χαμένη.