Δύο ήταν τα βασικά μέτρα που έπρεπε να πάρει η κυβέρνηση εν όψει αυτού του δεύτερου κύματος. Πρώτον, να αυξήσει πολύ περισσότερο τα τεστ ώστε να προλαβαίνει την εξάπλωση και, δεύτερον, να έχει δημιουργήσει πολύ περισσότερες ΜΕΘ στελεχωμένες με εκπαιδευμένο προσωπικό. Τα έκανε και τα δύο, αλλά όχι όσο έπρεπε.
Η δήλωση «την πατήσαμε» του Αδωνη Γεωργιάδη για τη Θεσσαλονίκη απεικονίζει σε μεγάλο βαθμό την πραγματικότητα. Το τι θα είχε ή μάλλον δεν θα είχε κάνει η αντιπολίτευση αν ήταν κυβέρνηση μικρή σημασία έχει.
Το ζήτημα είναι τι κάνουμε τώρα, από εδώ και πέρα.
Καταρχάς, αναμένεται ότι θα συνεχιστεί η αύξηση των κρουσμάτων και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα αρχίσει να περιορίζεται η αύξηση και πότε θα αρχίσει η πτώση των νέων μολύνσεων. Οποιαδήποτε πρόβλεψη είναι αβάσιμη, δεν ξέρουμε αν και πότε θα έχουν απόδοση τα μέτρα, ξέρουμε ότι αυτή η μετάλλαξη κολλάει περισσότερο από την προηγούμενη. Κάθε πρόβλεψη, λοιπόν, της εξέλιξης των κρουσμάτων που θα αποδειχθεί σωστή θα είναι τυχαία.
Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι μπορεί να τελειώσει το lockdown στο τέλος του μήνα ή έστω στις αρχές του Δεκεμβρίου. Από την άλλη μεριά έχουμε τη δεδηλωμένη πρόθεση της κυβέρνησης να ξανανοίξει την οικονομία ή τουλάχιστον μέρος της στις γιορτές για να γίνει τζίρος στην αγορά και να πάρουν οι πολίτες μια ανάσα ελευθερίας πριν ξανακλειστούν μέσα μετά την Πρωτοχρονιά. Μακάρι να το επιτρέψουν αυτό οι εξελίξεις, διότι είναι πολύ δύσκολο για όλους να παραμένουν κλεισμένοι για μεγάλο χρονικό διάστημα και η ψυχολογική πίεση που υφίστανται οι πολίτες αυξάνεται σημαντικά όσο παρατείνεται το κλείσιμο.
Αυτό που θα καθορίσει τις αποφάσεις της κυβέρνησης θα είναι ασφαλώς η πληρότητα των ΜΕΘ και ο αριθμός των διασωληνωμένων. Σε περίπτωση που αυτοί οι δύο αριθμοί είναι ψηλά, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ούτε σε περιορισμένο άνοιγμα τις γιορτές. Και αυτή η πρόβλεψη για την εξέλιξη των βαριά ασθενών δεν είναι εφικτή αφού εξαρτάται από την αύξηση των κρουσμάτων. Ολα δείχνουν ότι οι ΜΕΘ θα ξεχειλίσουν προτού αρχίσουν να αδειάζουν με δυσάρεστο τρόπο.
Ας ελπίσουμε για το καλύτερο, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να προβλέψουμε τώρα τίποτα για τους επόμενους δυο-τρεις μήνες.
Οσον αφορά τις πιο μακροπρόθεσμες προβλέψεις, μπορούμε, δικαιούμαστε και τελικά οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι τώρα λόγω του εμβολίου. Ισως σταδιακά μετά το τέλος του έτους να αρχίσουν να ανοίγουν κάποιες περιοχές και κάποιες δραστηριότητες ή να ανοιγοκλείνουν ανάλογα με τις εξελίξεις.
Η μεγάλη ελπίδα για την ελληνική οικονομία είναι να ανοίξει ο τουρισμός από τον Μάιο. Ο τουρισμός θα καθορίσει και το μέγεθος της ζημιάς που θα υποστεί η ελληνική οικονομία. Αν ο τουρισμός δεν λειτουργήσει σχεδόν κανονικά, η ελληνική οικονομία θα υποφέρει πολύ. Αν ανοίξει ο τουρισμός, η ζημιά θα είναι ανεκτή.
Κατά τα άλλα, η αλλαγή της οικονομικής πολιτικής στην Ευρώπη, η οποία χαλάρωσε τα κριτήρια σταθερότητας -ουσιαστικά τα κατήργησε-, ευνοεί την ελληνική οικονομία περισσότερο απ’ όλες τις άλλες διότι η Ελλάδα ήταν η χώρα που ξεχώριζε ως προβληματική μέσα σε ένα σύνολο φαινομενικά υγιέστερων οικονομιών. Είναι αυτή που υπέστη και τη μεγάλη λιτότητα των μνημονίων και έχασε μεγάλο ποσοστό του ΑΕΠ της την τελευταία δεκαετία. Τώρα τα ελλείμματα και τα χρέη έχουν γενικευτεί και η Ελλάδα δεν ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα, ούτε χρήζει ειδικής μεταχείρισης.
Οι διεθνείς αναλυτές εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία θα εκτιναχθεί αν ξεπεραστεί το πρόβλημα. Το ίδιο και οι περισσότεροι Ελληνες αναλυτές, οι διαφωνίες των οποίων εστιάζονται στο αν ο ρυθμός ανάκαμψης θα έχει σχήμα V ή U, αν δηλαδή θα έχουμε μια πολύ ταχεία ανάκαμψη μετά την πτώση ή μια πιο αργή σταδιακή ανάκαμψη. Οποιο από τα δύο κι αν ισχύσει, όλοι εκτιμούν ότι μετά την άνοιξη του 2021 θα επανέλθουμε σε θετική τροχιά, εφόσον βέβαια τα εμβόλια έχουν αποτελεσματικότητα και δεχτούν να εμβολιαστούν οι πληθυσμοί.
Η στρατηγική, λοιπόν, που πρέπει να ακολουθούμε στις δουλειές μας και για το καλό της τσέπης μας και μοιάζει να είναι η πιο ρεαλιστική αυτή τη στιγμή είναι μεικτή. Αφενός πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι για το μέλλον και να λειτουργούμε με μακροπρόθεσμη αισιοδοξία, αφετέρου πρέπει να είμαστε πολύ συγκρατημένοι βραχυπρόθεσμα εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας και να λειτουργούμε συντηρητικά.
Είναι ένας δύσκολος συνδυασμός που απαιτεί συγκράτηση των δαπανών σήμερα, για να καλυφθούν οι άμεσες ανάγκες των επόμενων μηνών και επενδύσεις για το αύριο προκειμένου να εκμεταλλευτούμε την ανάπτυξη που, αργά ή γρήγορα, θα εμφανιστεί.