Το μόνο που θα αλλάξει, αν εμείς φύγουμε από το κλαμπ (όχι της Ευρώπης πλέον, αλλά του δυτικού κόσμου), είναι ότι θα κοιτάμε το βιοτικό επίπεδο της Παλαιστίνης και θα κλαίμε από ζήλια.
Μετά το όργιο παραπληροφόρησης από όλες τις πλευρές επί τέσσερις μήνες, μετά από προσεγγίσεις και διαφωνίες, μετά από ένα απίθανο αλαλούμ αντιφατικών, παράλογων και ακαταλαβίστικων δηλώσεων, αυτό που σίγουρα προκύπτει από αυτή την ιστορία της ελληνικής «διαπραγμάτευσης» με την Ευρώπη και το ΔΝΤ είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έχει καταλάβει καν ποιες είναι οι αιτίες της κακοδαιμονίας της ελληνικής οικονομίας και πώς φτάσαμε στην κατάρρευση. Δεν έχει καταλάβει δηλαδή ότι η σημερινή κατάντια μας οφείλεται στις λαϊκίστικες πολιτικές των παροχών που ακολούθησαν όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, στην προνομιακή μεταχείριση των «ημέτερων», στο αντιπαραγωγικό Δημόσιο, στην ατιμωρησία των παρανομούντων, στη διαφθορά του πολιτικού κόσμου και ορισμένων στελεχών της δημόσιας διοίκησης και, κυρίως, στην ασφυξία που προκαλούν οι πολιτικοί και οι γραφειοκράτες του Δημοσίου στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτό το τελευταίο ευθύνεται για την αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να αναπτυχθεί και να παράξει ώστε να καλύψει την απόλυτη αδυναμία του Δημοσίου.
Ολες οι προτάσεις που κατατίθενται από τις ελληνικές κυβερνήσεις -και από αυτή του ΣΥΡΙΖΑ και από τις προηγούμενες- εντάσσονται σε μια απολύτως κρατικιστική λογική, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει σε ανοικτή διεθνή οικονομία με ενιαίο νόμισμα. Δεν μπορεί καμία χώρα να δανείζεται εσαεί αν τα δάνεια που παίρνει δεν τα χρησιμοποιεί με τέτοιον τρόπο ώστε να παράγουν χρήμα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις τα δάνεια τα έσπρωχναν με παροχές στην κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων και τα λεφτά τελικά έφευγαν στο εξωτερικό. Δεν δημιουργήθηκαν οι αναγκαίες επενδύσεις για να μπορέσει η χώρα να παράγει αρκετά ώστε να αναπτυχθεί και να αποπληρώσει το χρέος της.
Οταν το νόμισμά μας είναι το ευρώ, τρεις τρόπους έχουμε να πάρουμε λεφτά και να αυξήσουμε το χρήμα που κυκλοφορεί στη χώρα: δανεικά, επιδοτήσεις και πλεόνασμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Εμείς δανειζόμασταν σαν να μην υπήρχε αύριο (και φτάσαμε στο σημείο που δεν υπάρχει αύριο), κατασπαταλήσαμε τις επιδοτήσεις χωρίς να φτιάξουμε ούτε γεωργία, ούτε μεταποίηση, ούτε βιομηχανία, ούτε σοβαρή τουριστική υποδομή και ήμασταν σταθερά ελλειμματικοί στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Πού κατέληξε αυτή η πορεία; Στην πτώχευση. Αν είχαμε δικό μας νόμισμα, θα υποτιμούσαμε, θα τυπώναμε, θα ζούσαμε φτωχότερα με ένα αδύναμο νόμισμα, χωρίς τα υψηλής πολυτέλειας εισαγόμενα προϊόντα που απολαύσαμε επί δεκαετίες, θα τη βγάζαμε όπως-όπως, με μισθούς Βουλγαρίας.
Μας δόθηκε μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία με το ευρώ: να οργανωθούμε σωστά και να επιβιώσουμε στον σκληρό πυρήνα των πλουσιότερων χωρών του κόσμου. Δεν το χειριστήκαμε καθόλου καλά και δεν το χειριζόμαστε καλά ούτε τώρα. Το πολιτικό σύστημα συνολικά επιμένει στην πελατειακή σχέση με τον ψηφοφόρο, η οποία προϋποθέτει μεγάλο και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα. Θέλει να προσλαμβάνει υπαλλήλους στο Δημόσιο και να δίνει αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις για να εξασφαλίζει την ψήφο των ψηφοφόρων. Και μόλις το κάνει αυτό ένα κόμμα, οι εκπαιδευμένοι συνεχώς να παίρνουν ψηφοφόροι το εγκαταλείπουν και ψηφίζουν το επόμενο που θα δώσει υποσχέσεις για νέες παροχές. Ετσι εξελέγη ο Γιώργος Παπανδρέου («Λεφτά υπάρχουν»), έτσι εξελέγη ο Αντώνης Σαμαράς («Θα σκίσω το μνημόνιο»), έτσι εξελέγη ο Αλέξης Τσίπρας («Θα χτυπάω τα νταούλια και θα χορεύουν οι αγορές) και πάει λέγοντας.
Μόνο που η πραγματικότητα τους διέψευσε όλους. Και τους διέψευσε διότι χωρίς λεφτά παροχές δεν γίνονται. Και οι εταίροι δεν σου δίνουν λεφτά αν δεν δεχθείς να προχωρήσεις σε μεταρρυθμίσεις οι περισσότερες εκ των οποίων είναι αυτονόητες για οποιαδήποτε πολιτισμένη χώρα της εποχής μας.
Τις μεταρρυθμίσεις αυτές τις επιθυμεί πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού, πολύ μεγαλύτερο από αυτό που απεικονίζεται στα εκλογικά ποσοστά. Δεν είναι όλοι οι Ελληνες οπαδοί του μεγάλου Δημοσίου, δεν είναι όλοι υπέρ των πρόωρων συντάξεων, δεν θέλουν όλοι να βλέπουν την ΕΡΤ, δεν θέλουν όλοι τα μονοπώλια, ούτε τα κλειστά επαγγέλματα, δεν θεωρούν όλοι προοδευτικό ό,τι θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε θεωρούν το πισωγύρισμα στη δεκαετία του ’80 πρόοδο.
Δεν θεωρούν, επίσης, ότι η Ελλάδα πρέπει να λειτουργεί σαν την Κούβα ή σαν τη Βόρεια Κορέα ή σαν την Ανατολική Γερμανία ή σαν τη Σοβιετική Ενωση. Και φυσικά δεν θεωρούν όλοι οι Ελληνες ότι η παγκόσμια κοινότητα κάνει λάθος και μόνο εμείς έχουμε δίκιο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το μοντέλο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του διεθνούς καπιταλισμού είναι λανθασμένο. Μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι. Το ζήτημα είναι ότι αυτή η ένωση των ευρωπαϊκών κρατών έχει κάποιους κανόνες για τα μέλη της. Και οι κανόνες αυτοί υιοθετούνται και από τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, αλλά και από τους πρώην «συντρόφους» Ρώσους και Κινέζους. Ετσι παίζεται το παιχνίδι παγκοσμίως και έτσι θα πρέπει να παίξουμε κι εμείς μέχρι οι κανόνες του παιχνιδιού να αλλάξουν. Και μπορεί να αλλάξουν σε κάποια χρόνια, αλλά όχι τώρα.
Το μόνο που θα αλλάξει τώρα, αν εμείς φύγουμε από το κλαμπ (όχι της Ευρώπης πλέον, αλλά του δυτικού κόσμου), είναι ότι θα κοιτάμε το βιοτικό επίπεδο της Παλαιστίνης και θα κλαίμε από ζήλια – αν δεν χάσουμε και κάποια κομμάτια της χώρας εξαιτίας της απόλυτης αδυναμίας μας και της διεθνούς απομόνωσής μας.