Η σχέση μας με τη γειτονική χώρα είναι ιστορικά μια σχέση «εκκρεμότητας». Το ίδιο και η πολιτική που ακολουθούμε επί δεκαετίες. Η Τουρκία αμφισβητεί αφενός κυριαρχικά μας δικαιώματα, τα οποία ορθώς δεν συζητάμε και δεν εγκαταλείπουμε, και αφετέρου θέτει θέματα δικαιωμάτων τα οποία σχετίζονται, π.χ., με τον ορισμό της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ.
Η πολιτική που ακολουθούμε όλα αυτά τα χρόνια είναι απλή: η Τουρκία αμφισβητεί και γκρινιάζει, εμείς απαντάμε ότι δεν συζητάμε τίποτα και το θέμα παραμένει σε διαρκή εκκρεμότητα. Για να λυθεί θα πρέπει να πάμε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης ή να κάνουμε πόλεμο. Διαφορετικά, θα παραμείνουμε σε αυτό το καθεστώς εκκρεμότητας. Ο Ερντογάν αυτή τη στιγμή δείχνει ότι σε κάθε περίπτωση θέλει να κλείσει την εκκρεμότητα – και αυτό το κάνει προκαλώντας και πιέζοντας.
Υποστηρίζει ότι το Καστελόριζο δεν έχει δικαίωμα ΑΟΖ, εμείς λέμε ότι έχει, και ο Ερντογάν μοιάζει αποφασισμένος να κάνει έρευνες στα υποθαλάσσια κοιτάσματα της περιοχής, πράγμα που εμείς θα πρέπει ή να αποτρέψουμε ή να αδιαφορήσουμε. Οι έρευνες θα γίνουν για να βρεθούν υδρογονάνθρακες στην εκμετάλλευση των οποίων θέλει να συμμετάσχει η Τουρκία, πράγμα που εμείς δεν θέλουμε.
Χονδρικά, έτσι έχει η υπόθεση, και η «σωστή» λύση θα ήταν θεωρητικά η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Ομως το συγκεκριμένο δικαστήριο είναι διαιτητικό, και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να προσφύγουν και οι δύο χώρες που διαφωνούν και όχι μόνο η μία. Μάλιστα πρέπει να προσφύγουν αφού πρώτα έχουν κάνει εκτεταμένο και λεπτομερή διάλογο, έχουν λύσει τα βασικά τους ζητήματα και τους έχουν μείνει ένα-δύο ζητήματα άλυτα για τα οποία θα αποφασίσει η Χάγη. Ο διάλογος αυτός όμως και η επίλυση των βασικών προβλημάτων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν έχουν γίνει, τα ζητήματα στα οποία διαφωνούμε είναι πολλά και μερικά είναι εθνικά απαράδεκτα για εμάς.
Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, όμως, υπάρχει ένας Ερντογάν ο οποίος τα έχει κάνει κυριολεκτικά μούσκεμα σε όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, έχει εχθρούς και ανοιχτά μέτωπα σε όλα τα σύνορά του και πέρα από αυτά βλέπει τη δημοτικότητά του να καταρρέει. Τώρα, λοιπόν, παίζει το απροσδόκητο χαρτί επιστροφής της Τουρκίας στην προ Κεμάλ κατάσταση, δηλαδή στην προ δυτικής προοπτικής, σε ένα ισλαμικό θρησκευτικό κράτος. Κάτι ιδιαίτερα επικίνδυνο για την Ευρώπη, και φυσικά για την Τουρκία, η οποία είναι μια χώρα με έντονες αντιθέσεις. Από τη μία υπάρχει η Δυτική Τουρκία, οι παραλίες του Αιγαίου που έχουν δυτικό και κοσμικό χαρακτήρα, από την άλλη υπάρχει το ασιατικό και ισλαμιστικό βάθος της αχανούς Ανατολίας που πάντα πιέζει τις ακτές της «ευρωπαϊκής Τουρκίας».
Ο Ερντογάν, προκειμένου να παραμείνει όσο μπορεί στην εξουσία και να συνεχίσει την κατάχρησή της για προσωπικό του όφελος, διότι αντλεί από αυτήν ασύλληπτο προσωπικό πλούτο και ισχύ, παίζει τώρα όλα τα χαρτιά του, ακόμη και την παράδοση της χώρας στον ακραίο ισλαμισμό, εγκαταλείποντας κάθε όραμα περί συμμετοχής στον δυτικό πολιτισμό. Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής είναι η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, πράξη που εξοργίζει όλο τον δυτικό κόσμο – και φυσικά αποτελεί ένα σόου εσωτερικής κατανάλωσης για να φανατίσει τα τουρκικά πλήθη.
Πού πάει, λοιπόν, το πράγμα;
Σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από εμάς. Αν θα ξεκινήσουμε έναν διάλογο σέρνοντάς τον σε βάθος χρόνου ή αν θα αντιδράσουμε στρατιωτικά σε οποιαδήποτε πρόκληση εκδηλωθεί από τον Ερντογάν. Ή μπορεί να χρειαστεί να υπάρξει πρώτα θερμό επεισόδιο και μετά να αρχίσει ο διάλογος για να καταλήξουμε κάποια στιγμή στη Χάγη.
Το κακό είναι ότι αν πάμε στη Χάγη κάτι θα χάσουμε, κάτι θα κερδίσουμε. Και το ερώτημα είναι αν αυτό που θα χάσουμε μπορεί πολιτικά να το αντέξει οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση. Διότι ένα διαιτητικό δικαστήριο δεν δικαιώνει τον έναν από τους δύο, δίνει κάτι στον καθέναν και πετυχαίνει συμβιβασμό.
Το πόσο σημαντικό θα είναι αυτό που θα χάσουμε όταν πάμε στη Χάγη εξαρτάται από τις διπλωματικές μας ικανότητες. Και εδώ υπάρχει ένα, ας πούμε, κρυφό πλεονέκτημα για εμάς: δηλαδή, αν προσφέρουμε στην Τουρκία μια «χαριστική» συμμετοχή στις υποθαλάσσιες έρευνες χωρίς να απεμπολήσουμε την ΑΟΖ του Καστελόριζου, επί της ουσίας δεν χάνουμε τίποτα. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι υδρογονάνθρακες, πετρέλαια και φυσικό αέριο χάνουν την αξία τους ως καύσιμα υπέρ των εναλλακτικών πηγών ενέργειας λόγω κλιματικής αλλαγής.
Ψάχνουμε δηλαδή να βρούμε πετρέλαια τα οποία στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούμε να τα εκμεταλλευτούμε για 10-20 χρόνια και μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η τιμή τους θα είναι τόσο υψηλή ώστε να δικαιολογεί τις δαπανηρές εξορύξεις και αντλήσεις από τον βυθό της θάλασσας. Για εμάς έχει πολύ μεγαλύτερη αξία η εύρεση υδρογονανθράκων στο πολύ ασφαλέστερο Ιόνιο, αφού έχουμε ήδη συμφωνία με την Ιταλία γι’ αυτό το ζήτημα.
Το αν θα γίνει λοιπόν τώρα θερμό επεισόδιο, αν θα κρατήσει λίγο και θα οδηγήσει σε διάλογο ή όχι είναι θέμα χειρισμών. Αλλά θα μπορούσε ίσως και να αποφευχθεί αν ξεκινούσε ένας διμερής διάλογος επί συγκεκριμένων μόνο θεμάτων που αφορούν την ΑΟΖ και τους αδιάφορους πιθανώς υδρογονάνθρακες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί (για τους θερμοκέφαλους) πως όποτε γίνει θερμό επεισόδιο εμείς κάτι θα χάσουμε, για τον απλούστατο λόγο ότι η Τουρκία διεκδικεί και κερδίζει ένα τετελεσμένο ενώ εμείς δεν διεκδικούμε τίποτα, συνεπώς δεν κερδίζουμε τίποτα.
Οι διεθνείς συμμαχίες που διαμορφώνει πάντως τώρα η κυβέρνηση με τη Γαλλία, οι δηλώσεις συμπάθειας των ΗΠΑ και της Ρωσίας για το θέμα της Αγίας Σοφίας, οι σχέσεις μας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, η οποία φαίνεται ότι πλησιάζει τις δικές μας θέσεις απομακρυνόμενη από τις τουρκικές, δημιουργούν μια αυξημένη αίσθηση ασφάλειας στην ελληνική πλευρά, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι ένα θερμό επεισόδιο δεν θα είχε το κόστος του τόσο σε χρήμα όσο ενδεχομένως και σε ανθρώπινες ζωές. Συνεπώς, πρέπει να αποφευχθεί.