Η απόφαση της κυβέρνησης να επιδοτήσει τους καταναλωτές για να καλύψουν τις αυξήσεις στις τιμές του ρεύματος δείχνει ότι νοιάζεται για τους πολίτες που πλήττονται από ξαφνικές και απρόβλεπτες εξελίξεις. Το ίδιο απέδειξε με τις ενισχύσεις πυρόπληκτων, σεισμόπληκτων κ.λπ. Τους έδωσε χρήματα και πολύ καλά έκανε, γιατί ήταν αναγκαίο.
Ομως μέσω των επιδοτήσεων τα προβλήματα δεν λύνονται ριζικά, αλλά αντιμετωπίζονται μόνο προσωρινά.
Η αύξηση του κόστους του ρεύματος είναι ένα πρόβλημα εξαιρετικά σύνθετο και αφορά το σύνολο του πληθυσμού και μάλιστα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη, που αντιμετωπίζει τεράστιο πρόβλημα ενεργειακού κόστους.
Το κόστος της μεγαβατώρας έχει αυξηθεί από 60 σε 180 ευρώ στη χονδρική, δηλαδή τριπλασιάστηκε. Και αυτό περνά στις λιανικές τιμές και αφορά τους πάντες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται, λοιπόν, είναι πώς θα πληρώσει ένα νοικοκυριό τον αυξημένο λογαριασμό ρεύματος. Ερχεται η κυβέρνηση και λέει ότι δαπανώντας 150 εκατ. ευρώ θα καλύψει την αύξηση κατά 80% και ότι τελικά η επιβάρυνση του καταναλωτή θα είναι 2 ή 3 ευρώ ανά λογαριασμό.
Πολύ ωραίο, αλλά μάλλον ανεπαρκές αν σκεφτεί κανείς ότι ο συνολικός ετήσιος τζίρος της αγοράς ρεύματος στην Ελλάδα είναι (με τις παλιές χαμηλές τιμές) 6-7 δισ. ευρώ και με τις νέες θα φτάσει 10-12 δισ. ευρώ. Συνεπώς, η διαφορά είναι περί τα 4-5 δισ. Και έναντι αυτών δίνονται 150 εκατ. ευρώ. Ποιος θα τα πρωτοπάρει; Και πόσον καιρό θα καλύπτει το κράτος αυτές τις αυξημένες τιμές ρεύματος αν η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη διαρκέσει;
Ο καταναλωτής στην Ελλάδα δεν πληρώνει ακριβότερα το ρεύμα από τους άλλους Ευρωπαίους. Πρώτον, όμως, έχει πολύ χαμηλότερο εισόδημα και, δεύτερον αλλά πολύ σημαντικό, πληρώνει έναν τεράστιο «λογαριασμό ρεύματος» που έρχεται από τη ΔΕΗ και τους άλλους προμηθευτές ρεύματος, στον οποίο όμως περιλαμβάνονται, εκτός από το ρεύμα, και οι ρυθμιστικές χρεώσεις που φτάνουν στο 50% του συνολικού λογαριασμού που φτάνει στα σπίτια μας.
Αν η κυβέρνηση θέλει να κάνει μια σοβαρή μεταρρύθμιση, θα πρέπει να απαλλάξει τους λογαριασμούς του ρεύματος από αυτές τις χρεώσεις και τότε πράγματι θα ανακουφίσει τα νοικοκυριά. Αυτό μπορεί να το κάνει αναλαμβάνοντας το κόστος όλων αυτών των χρεώσεων στον Προϋπολογισμό και μοιράζοντάς το σε όποιον του αναλογεί, δηλαδή δήμους, ΕΡΤ κ.λπ. Πρέπει επιτέλους να πληρώνουμε το ρεύμα ως ρεύμα και όχι όλα τα επιπλέον -μη χρησιμοποιούμενα από πολλούς καταναλωτές- έξοδα.
Ο κίνδυνος βέβαια είναι ότι αν δεν φοβηθεί ο καταναλωτής πως θα του κόψουν το ρεύμα, μπορεί να μη δεχθεί να πληρώσει δημοτικά τέλη ή ΕΡΤ. Αλλά αυτό δεν είναι θέμα της ΔΕΗ, ούτε των άλλων παρόχων, είναι θέμα των δήμων και του κράτους. Αυτό θα ήταν μια μεταρρύθμιση σοβαρή που θα τακτοποιούσε τα πράγματα σε μόνιμη βάση και θα έθετε σε σωστότερη βάση και τη σχέση καταναλωτή – παρόχου ρεύματος και τη σχέση πολίτη – κράτους – Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς αυτό δεν το έχει τολμήσει ποτέ καμία κυβέρνηση – ούτε η σημερινή.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι ότι η ζημιά από την αύξηση του κόστους του ρεύματος δεν περιορίζεται στους λογαριασμούς του σπιτιού, αλλά διαχέεται σε ολόκληρη τη διαδικασία παραγωγής και διακίνησης και αφορά όλα ανεξαιρέτως τα προϊόντα. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι έχουμε πολύ μεγάλη αύξηση των διεθνών τιμών των πρώτων υλών (τιμές εμπορευμάτων στα διεθνή χρηματιστήρια), αλλά και πολύ μεγάλη αύξηση του κόστους μεταφορών, δηλαδή πλοία και φορτηγά, οι τιμές όλων των προϊόντων αυξάνονται παγκοσμίως δημιουργώντας πληθωριστικές πιέσεις παντού.
Οι αυξήσεις των τιμών των «μαλακών» εμπορευμάτων, όπως των τροφίμων, π.χ. ρυζιού, καλαμποκιού, που αποτελούν τη βασική πηγή τροφής για τα 6 από τα 7 δισεκατομμύρια ανθρώπους, είναι οι πιο τρομακτικές γιατί φέρνουν πείνα στον Τρίτο Κόσμο. Ομως και οι τιμές των «σκληρών» εμπορευμάτων, δηλαδή των μετάλλων, όπως ο χαλκός, το σίδερο και το αλουμίνιο, επηρεάζουν το κόστος παραγωγής όλων των βιομηχανικών προϊόντων και της οικοδομής και αλυσιδωτά φτάνουν στο καλάθι της νοικοκυράς. Μόλις φτάσουν στο καλάθι της νοικοκυράς μετατρέπονται αυτόματα σε πολιτικό κόστος για τις κυβερνήσεις. Διότι ο ζορισμένος οικονομικά Ελληνας πολίτης που αγοράζει στο σούπερ μάρκετ μακαρόνια δεν νοιάζεται αν για την αύξηση της τιμής φταίει η πράσινη μετάβαση ή ο COVID, την κυβέρνηση θα βρίζει. Και αυτή η εξέλιξη, η αύξηση των τιμών όλων των προϊόντων που αποτελούν το «καλάθι της νοικοκυράς», είναι που θα έχει πολιτικά μεγαλύτερη επίπτωση στην κυβέρνηση απ’ ό,τι έχουν οι πυρκαγιές και ο COVID.
Δεν υπάρχει τρόπος ασφαλώς να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση την εκδήλωση πληθωρισμού που προέρχεται από διεθνείς αιτίες, ούτε ευθύνεται γι’ αυτή στην πραγματικότητα. Εχει όμως εκ θέσεως την υποχρέωση όχι μόνο της προσωρινής διαχείρισης, αλλά και της πραγματικής αντιμετώπισης του προβλήματος με στόχο την προστασία του καταναλωτή παράλληλα με την επίτευξη υψηλού ρυθμού ανάπτυξης.
Προκειμένου να πετύχει αυτούς τους δύο στόχους, η κυβέρνηση δεν μπορεί να περιορίζεται στις επιδοτήσεις και σε άλλα πυροσβεστικά μέτρα.
Πρέπει να τολμήσει σημαντικές μεταρρυθμίσεις που θα προσφέρουν στην οικονομία και στους πολίτες, κατά το δυνατόν, μονιμότερες δικλίδες άμυνας έναντι των απρόβλεπτων διακυμάνσεων.