Η πρώτη αντίδραση της κοινωνίας στο ζήτημα των κόκκινων δανείων είναι να κουρευτούν, να χαριστούν, να σωθούν οι επιχειρήσεις και οι πολίτες που χρωστάνε, να μην πάρουν οι τράπεζες τις εγγυήσεις, να μην πάρουν τις επιχειρήσεις και τα σπίτια, να μην τα πουλήσουν σε άλλους κοψοχρονιά.
Αυτή είναι η αντίδραση όλων μας απέναντι σε ένα ζήτημα δύσκολο και περίπλοκο. Η ελληνική κοινωνία είναι ανεκτική και πάντα συγχωρητική, από το σχολείο μέχρι το κάψιμο των μαγαζιών στους δρόμους. Παντού η άφεση αμαρτιών είναι η πρώτη αντίδραση μιας κοινωνίας της οποίας η θρησκεία στη βασική προσευχή λέει: «Και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών».
Πόσο δίκαιη, όμως, είναι και πόσο χρήσιμη τελικά για την ίδια την κοινωνία αυτή η λογική;
Οι επιχειρήσεις και οι πολίτες που δανείστηκαν και δεν πληρώνουν χωρίζονται χονδρικά σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που δεν έχουν και δεν μπορούν να πληρώσουν και σε αυτούς που έχουν και δεν θέλουν να πληρώσουν. Οι δεύτεροι λοιπόν δεν επιτρέπεται να μείνουν ατιμώρητοι.
Πολλοί «επιχειρηματίες» πήραν δάνεια μέσω των επιχειρήσεών τους και τα μετέτρεψαν σε σπίτια, αυτοκίνητα και πολυτελή ζωή. Κάνοντας μια βόλτα στα προάστια, βόρεια και νότια, αλλά και στα ακριβά νησιά, βλέπεις βίλες που νομίζεις ότι ανήκουν μάλλον στον Βαρδινογιάννη, στον Λάτση ή σε κάποιον μεγάλο εφοπλιστή. Ρωτώντας, ακούς ένα όνομα που δεν το έχεις ακούσει ποτέ, κάποιου που έχει μια εταιρεία που δεν την έχεις ξανακούσει και αναρωτιέσαι: Είναι δυνατόν να έχει τόσα πολλά αυτός από αυτή τη δουλειά, είναι δυνατόν αυτή η χώρα να έχει τόσους πλούσιους και να μην ξέρουμε κανέναν; Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν φάει τα λεφτά των επιχειρήσεών τους, έχουν αφήσει απλήρωτες τις τράπεζες και την Εφορία, έχουν ρίξει έξω τους προμηθευτές τους και έχουν κάνει δόλια πτώχευση ή περιλαμβάνονται τώρα στα κόκκινα δάνεια. Αυτά τα δάνεια, αν τα χαρίσεις, ευνοείς τους κλεπτοκράτες έναντι των τιμίων. Εκτός αυτού, αν κουρέψεις το δάνειο μιας εταιρείας προκειμένου να γίνει βιώσιμη -κίνηση που θεωρείται από πολλούς ορθή από οικονομικής άποψης- ενισχύεις ουσιαστικά τον αποτυχημένο έναντι του επιτυχημένου. Και μάλιστα δημιουργείς ευνοϊκές συνθήκες ανταγωνισμού στον αποτυχημένο για να παραμείνει στην αγορά βλάπτοντας ουσιαστικά τον υγιή, αυτόν που κατάφερε χωρίς να δανείζεται να αναπτυχθεί ή αυτόν που εξυπηρετεί τα δάνειά του.
Το ίδιο ισχύει και στους ιδιώτες. Αυτοί που πήραν δάνεια για να ζήσουν πάνω από τις δυνατότητές τους και τελικά απέκτησαν εξοχικά, δεύτερες και τρίτες κατοικίες, πολυτελή αυτοκίνητα και ακριβά ρολόγια και κοσμήματα πρέπει με κάποιον τρόπο να πληρώσουν κάτι. Αν τους χαριστούν τα χρέη ή αν τους κουρευτούν, αδικούνται όλοι οι άλλοι που είτε έζησαν πιο φτωχά αλλά με βάση τις δυνατότητές τους, είτε πληρώνουν κανονικά τα χρέη τους.
Φυσικά μέσα σε όλους αυτούς υπάρχουν και οι ατυχίες, αυτοί που πράγματι δεν μπορούν να πληρώσουν και δεν έχουν αποκτήσει περιουσία, αυτοί που η κρίση τούς έφερε σε ένα απρόβλεπτο αδιέξοδο.
Από τη διαγραφή των δανείων γίνεται ζημιά στο υγιές κομμάτι της οικονομίας και χάνουμε όλοι. Διότι, για παράδειγμα, αν χαριστούν τα δάνεια μιας μεγάλης επιχείρησης, χάνει η τράπεζα, ενώ και οι φορολογούμενοι θα χρεωθούν ξανά τις αυξήσεις των κεφαλαίων της, όπως έγινε μέχρι τώρα, χάνουν οι προμηθευτές της επιχείρησης που δεν θα πληρωθούν, χάνουν οι εργαζόμενοι που θα απολυθούν χωρίς αποζημίωση, χάνουν οι ανταγωνιστές της που θα έχουν αθέμιτο ανταγωνισμό από έναν αποτυχημένο αλλά διασωθέντα ανταγωνιστή.
Το κράτος λοιπόν έχει να λύσει ένα πολύ δύσκολο πρόβλημα, έναν γόρδιο δεσμό, λαμβάνοντας υπόψη αφενός τα πραγματικά προβλήματα και αφετέρου την κοινωνική χρησιμότητα, μέσα όμως στο πλαίσιο που δημιουργεί η σωστή απονομή δικαιοσύνης.
Δεν μπορεί να υπάρξουν γενικές χαριστικές ρυθμίσεις και η κοινωνία οφείλει να καταλάβει ότι δεν την εξυπηρετεί, ούτε πρακτικά, ούτε ηθικά, να είναι πάντα τόσο ανεκτική και τόσο συγχωρετική.
Πρέπει να προστατευτούν αυτοί που δεν έχουν τίποτα ή αυτοί που έχουν μόνο μια πρώτη κατοικία, πρέπει να προστατευτούν οι εργαζόμενοι και οι προμηθευτές, αλλά δεν γίνεται να συνεχίσει ο αποτυχημένος ή ο απατεώνας να ζει πλούσια εις βάρος των άλλων.