Η ελληνική κυβέρνηση -όπως και όλες οι άλλες κυβερνήσεις του κόσμου- δεν ευθύνεται για την αύξηση του πληθωρισμού που εκδηλώνεται στις ευρωπαϊκές χώρες. Ομως σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίσει την απώλεια εισοδήματος που προκαλείται στους πολίτες. Αν δεν το κάνει, θα εισπράξει -και δικαίως- το πολιτικό κόστος που η οικονομική δυσκολία των πολιτών θα προκαλέσει.
Προς το παρόν η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει την επιδότηση μέρους του λογαριασμού ρεύματος και ήδη αναγνωρίζει ότι τα 150 εκατ. που είχε αρχικώς προγραμματίσει να διαθέσει δεν επαρκούν και προετοιμάζεται να αυξήσει το ποσό της επιδότησης. Ομως η επιδότηση του ρεύματος δεν καλύπτει την αύξηση των τιμών όλων των καταναλωτικών προϊόντων εξαιτίας του πληθωρισμού.
Το μόνο που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση γι’ αυτό το ζήτημα είναι να αυξήσει τα εισοδήματα είτε με μόνιμο είτε με προσωρινό τρόπο. Αυτό ήδη το έχει ανακοινώσει η ισπανική κυβέρνηση, η οποία θα αυξήσει τους μισθούς κατά 2% για την κάλυψη των απωλειών των νοικοκυριών από τον πληθωρισμό. Είναι αυτός ένας υγιής τρόπος αντιμετώπισης των πληθωριστικών πιέσεων;
Προφανώς και δεν είναι με όρους οικονομικής θεωρίας, αλλά είναι ένα ανακουφιστικό μέτρο και ενδεχομένως να είναι και αναγκαίο αν συνεκτιμήσει κανείς ότι την τελευταία δεκαετία ο βασικός μισθός στην Ελλάδα έχει μειωθεί κατά 12%.
Σύμφωνα με τις διεθνείς συγκρίσεις, η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ (-15%), στη μείωση του βασικού ωρομισθίου το 2020 σε σχέση με το 2010. Εχουμε δηλαδή τους Ελληνες εργαζομένους να αντιμετωπίζουν μια διεθνή καταιγίδα ανατιμήσεων τη στιγμή που το εισόδημά τους έχει μειωθεί περισσότερο από αυτό όλων των άλλων Ευρωπαίων. Τα φτωχότερα ελληνικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν τις ίδιες αυξήσεις τιμών με τα πλουσιότερα της Ευρώπης. Και αυτό πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να βρει τρόπο να το αντιμετωπίσει.
Η προσπάθεια μέχρι στιγμής της κυβέρνησης ήταν να πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και να προσελκύσει ξένες επενδύσεις. Καλά τα πηγαίνει, όπως φαίνεται, αφού ο ρυθμός ανάπτυξης θα ξεπεράσει το 6% φέτος και ίσως πλησιάσει το 10% (βοηθούντος του πληθωρισμού, που αυτομάτως συμπεριλαμβάνεται στο ποσοστό του ρυθμού ανάπτυξης). Τώρα, εκτός από τον στόχο της ανάπτυξης, πρέπει να ενσωματώσει στην πολιτική της μέτρα αναπλήρωσης του χαμένου εισοδήματος των εργαζομένων και οικονομικής στήριξης των πιο αδύναμων στρωμάτων.
Προκειμένου όμως να γίνει αντιληπτό το τι συμβαίνει σήμερα και γιατί έχουμε αυτή την αύξηση του πληθωρισμού, πρέπει να ξεκαθαριστεί κάτι: η εκδήλωση πληθωρισμού στην Ευρώπη δεν οφείλεται, όπως πολλοί προέβλεπαν, στην αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος λόγω του τυπώματος που πραγματοποιούν η ΕΚΤ και η αμερικανική Fed. Δεν είναι δηλαδή ένας πληθωρισμός που προέρχεται από την αύξηση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Εξάλλου, αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι μισθοί έχουν μειωθεί σε όλη την Ευρώπη τα τελευταία δέκα χρόνια.
Η αύξηση του πληθωρισμού οφείλεται σε τρεις παράγοντες που είναι: α) η εκτίναξη των τιμών των πρώτων υλών στα διεθνή χρηματιστήρια, β) η εκτίναξη του κόστους μεταφορών, δηλαδή των ναύλων και των οδικών μεταφορών, και γ) η αύξηση του κόστους της ενέργειας. Η αύξηση του κόστους της ενέργειας σχετίζεται με τις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, αλλά και με το κόστος των ρύπων του περιβάλλοντος, δηλαδή με το ύψος των προστίμων που πληρώνουν όσοι καταναλώνουν «βρώμικα καύσιμα», π.χ. λιγνίτη («greenflation», σύμφωνα με τον νέο διεθνή όρο).
Και εδώ ξεκινάει η μεγάλη συζήτηση σχετικά με το ποιο τελικά είναι το κόστος της πράσινης ενέργειας και πώς θα το αντιμετωπίσουμε.
Αν σήμερα κάποιος κάνει την ερώτηση σε ένα δημοψήφισμα «Προτιμάτε πράσινη ενέργεια που προστατεύει τη φύση ή βρώμικη ενέργεια που καταστρέφει τον πλανήτη;», όλοι φυσικά θα απαντήσουν «πράσινη». Αν τους θέσεις το πραγματικό και ολοκληρωμένο ερώτημα «Προτιμάτε πράσινη ενέργεια που προστατεύει τη φύση, αλλά θα κοστίζει ακριβά για τα επόμενα δέκα χρόνια ή βρώμικη ενέργεια που καταστρέφει τον πλανήτη αλλά δεν κοστίζει;», είναι πολύ αμφίβολο αν θα προτιμήσουν όλοι την πράσινη.
Επειδή όμως είναι αναγκαιότητα η προστασία του πλανήτη μας, η πράσινη ενέργεια είναι ένα κόστος που πρέπει να το αντιμετωπίσουμε έως ότου βρεθεί τρόπος αποθήκευσής της. Διότι το πρόβλημα με τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας είναι ότι όταν, π.χ., φυσάει έχουμε ρεύμα από τις ανεμογεννήτριες, όταν δεν φυσάει δεν έχουμε, διότι δεν αποθηκεύεται ώστε να χρησιμοποιηθεί όταν το χρειαζόμαστε.
Το ίδιο και με την ηλιακή ενέργεια κ.λπ. Το φυσικό αέριο που είναι καθαρή ενέργεια είναι μια λύση, αρκεί να υπάρχει σε αφθονία και σε ομαλή ροή. Ομως φέτος η τιμή του εκτινάχθηκε διότι η Ρωσία, ενώ τίμησε τις συμφωνίες χονδρικής που είχε κάνει, δεν διοχέτευσε φυσικό αέριο στην αγορά spot και αυτό οδήγησε σε αύξηση της τιμής του.
Ευτυχώς, πριν λίγες ημέρες το Αζερμπαϊτζάν ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει την προσφορά και αμέσως μετά ανακοίνωσε το ίδιο και ο Πούτιν, οπότε οι ανάγκες αναμένεται σύντομα να καλυφθούν. Αυτό όμως που διαφαίνεται είναι ότι τελικά και το φυσικό αέριο, όπως το πετρέλαιο, θα χρησιμοποιούνται κατά καιρούς ως εργαλεία γεωπολιτικά προκαλώντας προβλήματα στους Ευρωπαίους καταναλωτές. Για να αντιμετωπιστούν αυτά, τώρα και στο μέλλον, πρέπει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να βρουν κοινώς αποδεκτούς τρόπους ενίσχυσης των καταναλωτών που θα ξεφεύγουν ασφαλώς από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Δύσκολο μεν, αναγκαίο δε, και τελικά η λύση θα επιβληθεί από την αναγκαιότητα, αλλά μέχρι τότε οι Ευρωπαίοι μάλλον θα τσακώνονται – ως συνήθως.
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η επιλογή των πολιτών παγκοσμίως και όλων των κυβερνήσεων είναι να περάσουμε σε καθαρή ενέργεια και να σταματήσουμε το κάψιμο λιγνίτη και πετρελαίου που επιβαρύνει το περιβάλλον, οι ηγεσίες θα πρέπει να βρουν τρόπους να καλύψουν αυτό το κόστος χωρίς να επιβαρύνουν τα αδύναμα νοικοκυριά που ήδη δυσκολεύονται.
Ο τρόπος είναι ένας και είναι η επιδότηση του πληθωρισμού κυρίως για τα οικονομικά αδύναμα νοικοκυριά.