Ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης ανακοίνωσε τη χορήγηση μπόνους στους δημόσιους υπαλλήλους που ασχολούνται με το Ταμείο Ανάκαμψης, σε υπαλλήλους του υπουργείου Οικονομικών και σε υπαλλήλους άλλων υπουργείων υπό την προϋπόθεση ότι συνέβαλαν στην επίτευξη δημοσιονομικών στόχων. Το σύνολο των μπόνους που θα δοθούν θα είναι 35 εκατ. ευρώ και κάθε ένας μπορεί να πάρει μέχρι το 15% του ποσού που παίρνει ετησίως αν αθροιστούν οι μισθοί και όλα τα επιδόματά του. Θα πάρει δηλαδή ο κάθε ένας ως μπόνους μέχρι 2 μεικτούς μισθούς.
Με αυτή τη γενναιόδωρη χορηγία ο υπουργός και η κυβέρνηση συνολικά επιβραβεύουν τους δημόσιους υπαλλήλους και ξεκινάνε την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων με στόχο -προφανώς- να επεκτείνουν το μπόνους και στους υπόλοιπους. Τη μέθοδο αξιολόγησης που θα υιοθετήσει η κυβέρνηση δεν την ξέρουμε ακόμη, αυτό που ξέρουμε είναι ότι όπως είπε ο υπουργός δεν θα είναι τιμωρητική για τους «κακούς» υπαλλήλους, αλλά θα προβλέπεται επιμόρφωσή τους ώστε να γίνουν όλοι «καλοί». Σημειώνεται ότι στην αξιολόγηση που έγινε με τη μέθοδο ΣΥΡΙΖΑ το 97% των δημοσίων υπαλλήλων αξιολογήθηκαν ως «πολύ επαρκείς», το δε 50% αυτών, ως «άριστοι». Τη μέθοδο αυτής της αξιολόγησης κατάργησε ο Βορίδης ως «προσχηματική» – και ορθώς. Τώρα περιμένουμε να μας εμφανίσει μια άλλη μέθοδο αξιολόγησης, πιο αντικειμενική. Η οποία όμως, όπως είπε, δεν θα τιμωρεί αλλά μόνο θα επιβραβεύει, συνεπώς αναμένεται μεγάλη αύξηση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου τα επόμενα χρόνια.
Και έτσι κλείνει μάλλον για πάντα το ζήτημα της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, με μπόνους και με αύξηση των δαπανών του προϋπολογισμού. Ακόμη και αν προκύψει δηλαδή από τη «μη προσχηματική» μέθοδο που θα παρουσιάσει ο Βορίδης ότι οι μισοί δημόσιοι υπάλληλοι είναι μη επαρκείς, ή αδιάφοροι, απλώς θα επιμορφωθούν για να μπορέσουν και αυτοί μελλοντικά να πάρουν το μπόνους.
Σημειώνεται ότι η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων ήταν μία από τις βασικές μεταρρυθμίσεις που είχε ανακοινώσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και υποτίθεται ότι θα ήταν μια πολύ σημαντική μεταρρύθμιση που θα οδηγούσε σε μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας στο Δημόσιο, σε περιορισμό του κόστους και σε βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους πολίτες.
Τελικά θα έχουμε αύξηση του κόστους, επιβράβευση της δημοσιοϋπαλληλικής εργασίας και κάλυψη μέσω της επιμόρφωσης των ανεπαρκών υπαλλήλων.
Κανείς δεν θέλει την τιμωρία των δημοσίων υπαλλήλων, εκτός φυσικά αν έχουν κάνει παρανομίες, αν έχουν καταχραστεί χρήμα ή αν έχουν καταχραστεί την εξουσία της θέσης τους εις βάρος των πολιτών. Ομως το να ακούμε ότι είναι όλοι άριστοι και ότι πρέπει να επιβραβευτούν με μπόνους όταν όλοι οι Ελληνες πολίτες βασανίζονται όποτε έχουν την ατυχία να έρθουν σε επαφή με το Δημόσιο, είναι τουλάχιστον απογοητευτικό.
Στην τελευταία έρευνα της MRB που έγινε πριν από δύο εβδομάδες οι Ελληνες απάντησαν ότι δεν εμπιστεύονται τον δημόσιο τομέα. Με εξαίρεση τον Στρατό και το σύστημα Υγείας όλες οι άλλες δημόσιες υπηρεσίες χαίρουν της εμπιστοσύνης ενός ποσοστού κάτω από το 30% των πολιτών.
Αυτό σημαίνει ότι οι πολίτες δεν είναι καθόλου ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι δημόσιοι υπάλληλοι. Και αυτό μεταφράζεται σε μια απαίτηση προς την κυβέρνηση -και προς όλες τις επόμενες κυβερνήσεις- να βελτιωθούν αυτές οι υπηρεσίες. Ο κ. Βορίδης γνωρίζει πολύ καλά, όπως όλοι άλλωστε, ότι οι υπηρεσίες τους δεν θα βελτιωθούν με τα μεγάλα μπόνους που θα μοιράσει. Ούτε φυσικά κανείς από τους μη επαρκείς -αν υπάρξουν τέτοιοι με τη νέα αξιολόγηση- θα βελτιωθεί και θα προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες.
Δυστυχώς, αυτή τη μεταρρύθμιση πρέπει να την ξεχάσουμε. Διότι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη, που αν μη τι άλλο είχε μεταρρυθμιστική πρόθεση, κατέληξε να θάψει το ζήτημα της αξιολόγησης και να τη μετατρέψει σε μηχανισμό παροχής μπόνους, ποιος θα την κάνει στο μέλλον;