Διαβάζοντας κανείς τις εκτιμήσεις του διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για τις προοπτικές της οικονομίας, φαντάζεται ότι η χώρα είναι έτοιμη να απογειωθεί σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Πράγματι, αυτό λέει ο Στουρνάρας, αλλά, αφενός, θέτει πολύ αυστηρές προϋποθέσεις και, αφετέρου, επισημαίνει τις αιτίες για τις οποίες ουδείς αντιλαμβάνεται τα οφέλη από τα πολύ σκληρά μέτρα που βάρυναν και συνεχίζουν να βαραίνουν όλους τους πολίτες.
Στην ενδιάμεση έκθεσή του για την οικονομία, ο Ελληνας κεντρικός τραπεζίτης επισημαίνει ότι αν δεν προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, τα οφέλη δεν θα φανούν και αυτό διότι ενώ περιορίστηκαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το κόστος εργασίας στην παραγωγή, δεν υπήρξε αύξηση ούτε των εξαγωγών, ούτε της παραγωγής, ούτε των επενδύσεων και, φυσικά, ούτε της απασχόλησης.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, «αυτό μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στην έλλειψη επαρκούς χρηματοδότησης, στο υψηλότερο κόστος μακροπρόθεσμου δανεισμού, στην αυξημένη αβεβαιότητα, καθώς και στο ότι οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών και η εξάλειψη των ποικίλων αντικινήτρων στην επενδυτική δραστηριότητα έχουν καθυστερήσει σε σχέση με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας».
Με λίγα λόγια, αυτό που λέει ο κ. Στουρνάρας είναι ότι ενώ οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας αλλά και οι μειώσεις εισοδημάτων έχουν προχωρήσει, αν δεν μειωθεί το μη μισθολογικό κόστος και αν δεν προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις που θα καταργήσουν τη γραφειοκρατία και θα άρουν τα αντικίνητρα για τις επενδύσεις, ανάπτυξη δεν πρόκειται να δούμε.
Σε άλλο σημείο της έκθεσης, δε, αναφέρειότι προϋπόθεση για να αρχίσουν ξανά οι τράπεζες να χρηματοδοτούν τις επιχειρήσεις και την οικονομία γενικότερα είναι η επίλυση του θέματος των κόκκινων δανείων.Ολα αυτά ο κ. Στουρνάρας τα θέτει υπό τη γενικότερη προϋπόθεση της αξιολόγησης που περιμένουμε από τους εταίρους και συνιστά (προφανώς γνωρίζοντας τις διαθέσεις της κυβέρνησης) οι όποιες διαφωνίες να επιλυθούν στο πλαίσιο της καλής συνεννόησης και όχι με ρήξη.
Το συμπέρασμα της ιστορίας αυτής είναι ότι ενώ ο ελληνικός λαός -και κυρίως ο ιδιωτικός τομέας- έχει υποστεί μειώσεις εισοδήματος, πάσχει από πρωτοφανώς υψηλή ανεργία, πληρώνει υπερβολικούς φόρους και όλες οι θυσίες πηγαίνουν χαμένες αφού δεν μεταφράζονται σε ανάπτυξη. Και αυτό συμβαίνει επειδή η κυβέρνηση δεν προχωρά τις βασικές μεταρρυθμίσεις στο Δημόσιο και κωλυσιεργεί στις διαπραγματεύσεις εμποδίζοντας την αξιολόγηση, τη συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τη συνακόλουθη αύξηση της ρευστότητας και την άρση των capital controls. Το ζήτημα, πάντως, του κλεισίματος της αξιολόγησης καθίσταται σημαντικό και εξαιτίας της στάσης των Ευρωπαίων απέναντι στην Ελλάδα με αφορμή τις παροχές που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός στους συνταξιούχους αλλά και τη διάθεση ρήξης που επιδεικνύει η κυβέρνηση (ενδεχομένως για εσωτερική κατανάλωση και μόνο, όπως παλιότερα) με τους διεθνείς οργανισμούς και τους Ευρωπαίους εταίρους.
Γερμανικά μέσα ενημέρωσης προειδοποιούν ότι αν δεν συμφωνήσουμε με τους Ευρωπαίους και αρχίσουμε πάλι τους λεονταρισμούς, θα επανέλθει το ζήτημα του Grexit, και μάλιστα θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην προεκλογική ατζέντα των Γερμανών πολιτικών. Μην ξεχνάμε ότι ο Σόιμπλε ποτέ δεν έκρυψε τη διάθεσή του να εκπαραθυρώσει την Ελλάδα από την ΟΝΕ προσφέροντας και ένα πακέτο ανθρωπιστικής βοήθειας για να χρυσώσει το χάπι.
Είναι σαφές ότι αν καταλήξουμε μετά από τόσες θυσίες, τόσες διαλυμένες από τη φτώχεια και την κρίση οικογένειες, τόσους ανέργους, χαμένες ζωές και χαμένες προοπτικές νέων και μεγαλύτερων εργαζόμενων, εκατοντάδες χιλιάδες κλειστές επιχειρήσεις, διαλυμένους κλάδους, ξεπουλημένες περιουσίες και εξανεμισμένες αποταμιεύσεις στη δραχμή και στην απόλυτη φτώχεια και να επιβιώνουμε σε άθλιες συνθήκες από την ανθρωπιστική βοήθεια του Σόιμπλε, η συγκεκριμένη κυβέρνηση και το πολιτικό σύστημα γενικότερα θα έχουν ευθύνες που δεν θα ξεπλένονται για πολλές γενιές ακόμη.
Η ολοκλήρωση των μεταρρυθμίσεων και η συμφωνία με τη διεθνή οικονομική κοινότητα -διότι περί αυτής πρόκειται όταν περιλαμβάνει το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ενωση- είναι ανάγκη να επιτευχθούν χωρίς καμία καθυστέρηση για να μπορέσουμε να αρχίσουμε να εισπράττουμε όποια οφέλη προκύψουν από τη ριζική αναδιάρθρωση της χώρας.
Τα μικροπολιτικά παιχνίδια, ο λαϊκισμός και οι λεονταρισμοί μας περισσεύουν αυτή τη στιγμή και θα μας οδηγήσουν με μαθηματική ακρίβεια στην ολοκληρωτική καταστροφή.