Μπορεί κανείς να πει ότι οι επιχειρήσεις προσαρμόζονται πολύ γρήγορα στις συνθήκες και καταφέρνουν μέσω της τηλεργασίας, της αλλαγής των διαδικασιών τους, της χρήσης της τεχνολογίας και του Διαδικτύου να λειτουργούν με μειωμένα κόστη και να επιβιώνουν. Οι αλλαγές που γίνονται σήμερα στις διαδικασίες και τις εργασιακές συνθήκες δεν θα αναιρεθούν αν και όταν αντιμετωπιστεί ο ιός.
Τα κράτη επίσης έκαναν μια πολύ εντυπωσιακή στροφή στον τρόπο που αντιμετωπίζουν την οικονομία, περνώντας από τη σκληρή και διαρκή δημοσιονομική πειθαρχία στη δημοσιονομική χαλάρωση προκειμένου να επιβιώσουν οι οικονομίες τους.
Ωστόσο οι κοινωνίες, δηλαδή οι άνθρωποι, έχουν πολύ μεγαλύτερη δυσκολία προσαρμογής στις συνθήκες που επιβάλλει ο ιός. Και ιδιαίτερα τώρα που οι κυβερνήσεις προσπαθούν να πετάξουν το μπαλάκι της προστασίας από τον ιό από το κράτος στους πολίτες, όπως απαιτεί και η ιδέα της δημοκρατίας.
Σε δημοκρατικά καθεστώτα το lockdown, η απαγόρευση κυκλοφορίας, το κλείσιμο των συνόρων, των μαγαζιών, των χώρων πολιτισμού και μόρφωσης, των κέντρων διασκέδασης δεν είναι αποδεκτές λύσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η σωστή και δημοκρατική τακτική είναι η παροχή οδηγιών από το κράτος ώστε να μπορέσουν οι πολίτες να αυτοπροστατευτούν και φυσικά η παροχή κάθε ιατρικής βοήθειας σε όσους αρρωστήσουν.
Αυτό γίνεται σήμερα. Το κράτος δίνει οδηγίες για την τήρηση αποστάσεων μεταξύ των ανθρώπων, τη χρήση μάσκας, την αποφυγή κλειστών χώρων με πολυκοσμία, το πλύσιμο των χεριών, τις αποστάσεις στο γραφείο κ.λπ.
Ετσι μόνο μπορεί να συνεχιστεί η λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας και όχι με τις καθολικές απαγορεύσεις.
Το ζήτημα είναι ότι οι πολίτες δεν έχουν μια ενιαία στάση απέναντι στο ζήτημα. Κάποιοι αυτοπροστατεύονται, κάποιοι προσέχουν υπερβολικά, κάποιοι άλλοι λιγότερο, κάποιοι άλλοι καθόλου, κάποιοι ασπάζονται διάφορες θεωρίες συνωμοσίας και αντιδρούν, άλλοι προσπαθούν να κερδοσκοπήσουν εις βάρος ακόμη και της δημόσιας υγείας.
Η υπευθυνότητα των πολιτών, ούτε στην Ελλάδα, ούτε σε καμία άλλη χώρα του κόσμου δεν είναι μια καθολική αρετή.
Τα ίδια προβλήματα που αντιμετωπίζουμε στην πολύπαθη και στιγματισμένη από τα πάρτυ Μύκονο αντιμετωπίζουν όλα τα νησιά, όλες οι πόλεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Και φυσικά δεν είναι μόνο οι νέοι το πρόβλημα, ούτε όλοι οι νέοι. Νέοι, μεσήλικες και ηλικιωμένοι παρουσιάζουν περίπου παρόμοια συμπεριφορά ανάλογα με τον βαθμό αυτοπροστασίας που αποφασίζει ο καθένας να έχει για τον εαυτό του.
Οι κυβερνήσεις, πάντως, δεν μπορούν να κάνουν πολλά παραπάνω, πέραν των συμβουλών, των ελέγχων, της επιβολής προστίμων σε όσους παραβαίνουν τους κανόνες, την ιχνηλάτηση των επαφών των ασθενών, τις τοπικές καραντίνες σε περιπτώσεις μεγάλων εξάρσεων. Το σημαντικότερο που έχουν να κάνουν είναι να αποφεύγουν τα λάθη ή να τα διορθώνουν, όπως έγινε πρόσφατα που (επιτέλους και με απαράδεκτη και ανεξήγητη καθυστέρηση) η κυβέρνηση κατάλαβε ότι πρέπει να αυξήσει τον αριθμό των λεωφορείων και των δρομολογίων για να περιορίσει έστω και κατ’ ελάχιστον την εξάπλωση του ιού στα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Η αύξηση της υπευθυνότητας των πολιτών, η συνειδητοποίηση της ανάγκης αυτοπροστασίας, η ωρίμανση των νέων θα γίνουν σταδιακά και με κόστος. Αλλά δεν υπάρχει άλλη επιλογή, δεν υπάρχει επιλογή χωρίς κόστος, δεν μπορεί κανένα δημοκρατικό κράτος να αναλάβει τον ρόλο του πατερούλη των πολιτών και να τους αντιμετωπίσει όλους σαν μωρά με καθολικές απαγορεύσεις. Αν θέλουμε να έχουμε δημοκρατία, αν δεν θέλουμε κράτη που λειτουργούν με το μοντέλο της Βόρειας Κορέας, αν θέλουμε τις ελευθερίες μας, μόνο μέσω της ατομικής ευθύνης μπορούμε να συνεχίσουμε. Αυτά όλα βέβαια είναι το θεωρητικό μέρος της αντιμετώπισης αυτής της πανδημίας.
Τι μπορεί πρακτικά να κάνει ένα κράτος για να προστατεύσει τους πολίτες από αυτούς που αρνούνται να εφαρμόσουν τα μέτρα υγειονομικής προστασίας; Μόνο ένα πράγμα. Συνεχείς ελέγχους και βαριά πρόστιμα στους παραβάτες.
Η αλήθεια είναι ότι τον Ιούλιο οι έλεγχοι ήταν περιορισμένοι, τα πρόστιμα ανύπαρκτα, η αδιαφορία των πολιτών αυξανόμενη, καθώς επικρατούσε η εντύπωση ότι έχουμε κάποιου είδους εθνική ανόσια, λες και το τσίπουρο ή η φέτα ή το DNA των αρχαίων Ελλήνων μάς προστατεύουν από τον κορωνοϊό.
Δυστυχώς, η αύξηση των κρουσμάτων επιταχύνεται και ίσως η κινητοποίηση της κυβέρνησης να ενισχύσει τη συνειδητοποίηση του κόσμου και να αυξηθεί η αυτοπροστασία με την τήρηση των κανόνων. Από εδώ και πέρα χρειάζονται εκτεταμένοι και καθημερινοί έλεγχοι και πολύ αυστηρά πρόστιμα.
Εκτός όμως από το κράτος, σε αυτή την προσπάθεια κάθε οικογένεια -ειδικά στην Ελλάδα που πάσχει βαριά σε αυτό το ζήτημα- πρέπει να αλλάξει τη στάση της έναντι των νέων μελών της.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, όλοι μέχρι τα 25 τουλάχιστον θεωρούνται -κακώς, κάκιστα- «παιδιά». Ζουν στην ποδιά της μαμάς τους, δεν έχουν ευθύνες, υπάρχει πολύ μεγάλη ανοχή στις αταξίες των νέων ακόμη κι αν είναι ποινικά αδικήματα. «Παιδιά» λέμε αυτούς που καίνε την Αθήνα, «παιδιά» λέμε μεθυσμένους οδηγούς, «παιδιά» λέμε τους χούλιγκαν και πολλούς άλλους ανεύθυνους και παράνομους νέους. Δεν είναι παιδιά, είναι ενήλικες, έχουν υποχρεώσεις και δικαιώματα όπως όλοι, αλλά η ελληνική κοινωνία τούς αντιμετωπίζει σαν να έχουν μόνο δικαιώματα, δικαιολογεί και ανέχεται τα πάντα. Και αυτό πρέπει να το αλλάξουν και η κυβέρνηση, και η κάθε οικογένεια, όχι μόνο για την προστασία από τον κορωνοϊό, αλλά και για να μπορέσουν οι ίδιοι οι νέοι να αντιμετωπίσουν τις μελλοντικές δυσκολίες της ζωής τους από θέση ισχύος και να μη βρίσκονται ξαφνικά προ δυσάρεστων εκπλήξεων μόλις χαθούν η γονεϊκή προστασία και η οικογενειακή χρηματοδότηση.