Είναι πολύ ευχάριστο ότι στο ζήτημα της ρύθμισης του χρέους η Νέα Δημοκρατία δεν διαφοροποιείται από την κυβέρνηση, αντίθετα εναντιώνεται στη λογική Σόιμπλε και υποστηρίζει το αίτημα της άμεσης βελτίωσης των όρων αποπληρωμής.
Το ελληνικό αίτημα υποστηρίζεται ενθέρμως από την Τράπεζα της Ελλάδας, ο Στουρνάρας δεν χάνει ευκαιρία να τονίσει την αναγκαιότητα της ρύθμισης με το μάτι στη συμμετοχή της χώρας στην ποσοτική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και με απώτερο στόχο την άρση των capital controls και τη διευκόλυνση των επενδύσεων. Το αν θα έρθουν επενδύσεις, ελληνικές ή ξένες, δεν εξαρτάται βέβαια από τη ρύθμιση του χρέους μας, αλλά από το αν οι επενδυτές εμπιστεύονται τη χώρα. Τι σημαίνει εμπιστοσύνη; Σημαίνει ότι θα θεωρούν πως υπάρχουν συγκεκριμένοι, σταθεροί και ευνοϊκοί κανόνες του παιχνιδιού για να επενδύσουν, ότι τα κόμματα που θα εναλλάσσονται στην κυβέρνηση δεν θα ανατρέπουν τα δεδομένα και ότι η χώρα θα ακολουθεί μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς την ανάπτυξη, εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Τίποτα από αυτά δεν ισχύει σήμερα. Η κυβέρνηση έχει επανειλημμένως δώσει δείγματα αναξιοπιστίας. Για παράδειγμα, είχε τον Σκουρλέτη να μπλοκάρει την επένδυση στις Σκουριές και μόλις έβαλε τον Σταθάκη η σύμβαση προχωράει ξανά, τα ίδια με τη ΔΕΗ, τα ίδια σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Δεν είναι σταθερή, ούτε ξεκάθαρη η κυβερνητική πολιτική. Το γενικότερο, δε, επενδυτικό περιβάλλον είναι πολύ κακό. Ανά πάσα στιγμή μπορεί η κυβέρνηση να αλλάξει πάλι τακτική και να προχωρήσει για λόγους εσωτερικής ψηφοθηρικής στρατηγικής σε μια νέα αδιέξοδη διαπραγμάτευση τύπου Βαρουφάκη. Και να μην το κάνει, οι επενδυτές βλέπουν έναν πρωθυπουργό που τη μια μέρα μιλάει με τον Ομπάμα προσποιούμενος τον διεθνή παράγοντα και αμέσως την επομένη αφήνει τους αναρχικούς να κάψουν το Πολυτεχνείο και την Πατησίων για να κατευνάσει την οργή τους από τη συνεργασία του με τους Αμερικανούς. Το χειρότερο, δε, όλων είναι ότι επενδυτές και πολίτες βλέπουν ένα κράτος που δεν λειτουργεί. Και εδώ είναι το κλειδί της υπόθεσης: η εσφαλμένη αντίληψη των κομμάτων σχετικά με τη δημόσια περιουσία, με το δημόσιο χρήμα, αλλά και με τον ρόλο του δημόσιου τομέα στη χώρα και την οικονομία.
Τα ελληνικά πολιτικά κόμματα, όλες οι κυβερνήσεις και όλοι οι βουλευτές, θεωρούν τα δημόσια έσοδα, λεφτά του Δημοσίου.
Δεν υπάρχουν όμως λεφτά του Δημοσίου. Υπάρχουν τα λεφτά των φορολογουμένων τα οποία δίνονται θέλοντας και μη στο Δημόσιο για να λειτουργήσει. Εκείνο λοιπόν πρέπει να λειτουργήσει αφού παίρνει τα λεφτά των πολιτών και οφείλει να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες. Το Ελληνικό Δημόσιο όμως δεν λειτουργεί κανονικά. Η λειτουργία του εξαρτάται από τη συγκυρία, από τις διαθέσεις των δημοσίων υπαλλήλων, από την εργατικότητα και το φιλότιμο και την αξιοπρέπεια του κάθε υπαλλήλου προσωπικά. Δεν υπάρχει ένα σύστημα που να εξασφαλίζει τη λειτουργία του Δημοσίου, που να διασφαλίζει το ότι ο δημόσιος υπάλληλος θα κάνει σωστά τη δουλειά του. Και πολλοί από αυτούς δεν την κάνουν. Η δικαιολογία ότι δεν υπάρχουν αρκετά λεφτά για να λειτουργήσει σωστά η χώρα δεν ευσταθεί. Πρώτον, ούτε όταν υπήρχαν τα λεφτά λειτουργούσε σωστά. Δεύτερον, τα δημόσια έσοδα είναι μεγάλα και επαρκέστατα, αλλά ξοδεύονται ασκόπως.
Οι κυβερνήσεις των μνημονίων δεν φρόντισαν να κλείσουν τους άχρηστους οργανισμούς και τις άχρηστες υπηρεσίες του Δημοσίου για να μειώσουν το κόστος. Δεν φρόντισαν να διώξουν τους επίορκους υπαλλήλους, ούτε να φτιάξουν ένα σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων ώστε αφενός να ελέγχεται η δουλειά και η προσφορά τους και αφετέρου να υποχρεώνονται να αποδώσουν για να μην υποστούν τις κυρώσεις ενός αρνητικού ελέγχου. Ετσι, το αν θα δουλέψουν και τι υπηρεσίες θα προσφέρουν στους πολίτες εξαρτάται απολύτως από τις διαθέσεις του καθενός ξεχωριστά. Καμία προοπτική βελτίωσης δεν μπορεί να υπάρξει έτσι. Θεωρούν οι πολιτικοί μας ότι ο δημόσιος τομέας μειώθηκε επειδή μειώθηκε ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων λόγω αποχωρήσεων. Μα όσοι αποχώρησαν συνταξιοδοτήθηκαν και συνεχίζουν να πληρώνονται χωρίς να εργάζονται. Ο Προϋπολογισμός διέθεσε προχθές πάνω από 800 εκατ. ευρώ για τις συντάξεις τους στα ασφαλιστικά ταμεία. Ο Προϋπολογισμός πληρώνει μεγάλο μέρος των υψηλών συντάξεων της ΔΕΗ, τις συντάξεις χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων που βγήκαν στη σύνταξη πριν από τα 60 τους χρόνια. Μόνο αυτά τα ποσά φτάνουν τα 4 δισ. τον χρόνο, δηλαδή το 10% των δημοσίων εσόδων. Αυτό δεν είναι μείωση του δημοσίου τομέα, αλλά κοροϊδία.
Μην ξεχνάμε, δε, ότι όλες οι θέσεις που είναι σήμερα κενές στο οργανόγραμμα του Δημοσίου επειδή βγαίνουν μερικοί στη σύνταξη και δεν αντικαθιστώνται λόγω απαγόρευσης των προσλήψεων, δεν διαγράφονται από το οργανόγραμμα, αλλά μένουν εκεί για να υπενθυμίζουν στις πολιτικές ηγεσίες ότι είναι κενές και πρέπει να γίνουν προσλήψεις. Και φυσικά, μόλις εμφανιστεί ένα ευρώ στα σύνορα, το πρόθυμο πελατειακό – κομματικό κατεστημένο θα ξεκινήσει τις προσλήψεις. Ο τρόπος λοιπόν που οι πολιτικοί αντιμετωπίζουν το χρήμα των πολιτών είναι λανθασμένος, καθώς το θεωρούν δικό τους ενώ δεν είναι. Λανθασμένος είναι και ο τρόπος που διαχειρίζονται τους δημοσίους υπαλλήλους, καθώς τους έχουν στο απυρόβλητο, δεν τους ελέγχει κανείς και μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Λανθασμένος, τέλος, είναι και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί μας τη δημόσια περιουσία. Δείτε τι έγινε προχθές στο Πολυτεχνείο, το οποίο είναι πράγματι δημόσια περιουσία. Και το αφήνουν να καεί για να εκτονωθούν «τα παιδιά».
Το έχουμε, όμως, πληρώσει εκατό φορές αυτό το έρημο το Πολυτεχνείο με τους φόρους μας. Πώς το αφήνουν να καεί μαζί με τις ιδιωτικές περιουσίες που καταστρέφονται κάθε χρόνο από «τα παιδιά»; Ολα αυτά μαζί και φυσικά οι μεγάλες παρεμβάσεις που ποτέ δεν γίνονται για τη μείωση της γραφειοκρατίας, για την απελευθέρωση του πολίτη από τη διαπλοκή με το Δημόσιο και τα λαδώματα, για τον περιορισμό των ρουσφετιών εμποδίζουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Αυτά είναι τα μεγάλα προβλήματα της χώρας και όλα σχετίζονται με το Δημόσιο. Και κανείς δεν τα αγγίζει. Η ρύθμιση λοιπόν του χρέους δεν θα φέρει αποτέλεσμα αν δεν γίνουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις και σε αυτό το σημείο είναι δικαιολογημένη και η επιφυλακτικότητα των εταίρων μας.