Προς το παρόν, η ελληνική οικονομία δεν παρουσιάζει βαριά συμπτώματα νόσησης από τον κορωνοϊό, περνάει την πανδημία με ήπια συμπτώματα, σχεδόν ασυμπτωματικά θα μπορούσε κανείς να πει.
Αυτό οφείλεται αφενός στις ενισχύσεις που παρέχει το κράτος με τα χρήματα της Ευρώπης για τη στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων και αφετέρου στη δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία είναι «ρηχή» και «ελαφριά» κι έτσι καταφέρνει να προσαρμόζεται εύκολα σε δύσκολες συνθήκες. Η ελληνική οικονομία, στηριζόμενη κυρίως στις υπηρεσίες, είτε αυτές είναι εμπόριο είτε οτιδήποτε άλλο, αντέχει τις βραχυχρόνιες πιέσεις αν υπάρχει -όπως σήμερα- κρατικό χρήμα για αποζημιώσεις.
Οι απολύσεις έχουν περιοριστεί πολύ λόγω των κρατικών στηρίξεων, οι αναβολές πληρωμών δόσεων προς τράπεζες και Εφορία επιτρέπουν στις μικρές επιχειρήσεις να παραμένουν ζωντανές ενώ υπολειτουργούν, η τεχνολογία και κυρίως το ηλεκτρονικό εμπόριο συντηρούν τον τζίρο των εμπορικών επιχειρήσεων και σε μικρότερο βαθμό ακόμη και της εστίασης, που είναι ο μεγάλος χαμένος της πανδημίας.
Η παραγωγή του πρωτογενούς τομέα, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, συνεχίζεται κανονικά και κάποιες μικρές επενδύσεις εκσυγχρονισμού μικρών επιχειρήσεων γίνονται για να διευκολυνθούν η εργασία και η παραγωγή μέσα στην πανδημία.
Ο τουρισμός, που ζορίστηκε πολύ το 2020, αναμένεται ότι θα πάει κάπως καλύτερα λόγω των εμβολίων το 2021, ενώ όλοι σχεδόν οι τραπεζικοί και οι επιχειρηματίες προβλέπουν ραγδαία ανάπτυξη της οικονομίας μόλις ξεπεραστεί η πανδημία – ελπίζουν το 2021. Το Χρηματιστήριο ήδη έδειξε άγριες διαθέσεις τον τελευταίο μήνα, αλλά παρά τη ραγδαία άνοδο ο Γενικός Δείκτης βρίσκεται σε πολύ χαμηλά ιστορικά επίπεδα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει αυτό των τραπεζών, οι οποίες δεν έχουν βρει ακόμη τον τρόπο να χρηματοδοτούν την οικονομική ανάπτυξη, φοβισμένες από τις ζημίες των άστοχων χρηματοδοτήσεων των περασμένων δεκαετιών, οι οποίες οδήγησαν στην έκρηξη των κόκκινων δανείων.
Το αν η κυβέρνηση θα καταφέρει να μοιράσει το ευρωπαϊκό χρήμα πετυχαίνοντας ταυτόχρονα δύο στόχους, πρώτον, την άμεση στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων και, δεύτερον, τη δημιουργία προοπτικών για το μέλλον μέσω υποδομών σε κρίσιμους τομείς, είναι κάτι που ελπίζουμε να συμβεί. Μέχρι στιγμής η άμεση στήριξη είναι ικανοποιητική -βρίσκεται στο DNA των πολιτικών-, οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν πολύ αργά και οι επενδύσεις προς το παρόν παραμένουν κολλημένες.
Ενάμιση χρόνο μετά την εκλογή της, η κυβέρνηση πρέπει πλέον να έχει αποκτήσει γνώση των προβλημάτων και ο πρωθυπουργός οφείλει να προβεί σε ορισμένες διορθώσεις. Οχι μόνο σε αντικατάσταση προσώπων, αλλά και σε καλύτερη ρύθμιση του μοντέλου διοίκησης. Διότι το επιτελικό κράτος μια χαρά είναι για σχεδιασμό των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν πρέπει να ασχολείται με την καθημερινή μικροδιαχείριση. Πρέπει να δοθούν περισσότερες δυνατότητες στους υπουργούς και να απαιτηθεί ταυτόχρονα καλύτερη απόδοση από αυτούς.
Ευτυχώς, δεν φύγαμε
Πολιτικά, όλοι πρέπει πλέον να έχουν αντιληφθεί τον πολύ σημαντικό ρόλο που έπαιξε και συνεχίζει να παίζει η συμμετοχή μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση σε αυτή την κρίση.
Οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ολοένα περισσότερη χρηματοδότηση των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης προκειμένου να καλυφθεί η μείωση του ΑΕΠ από την πανδημία, αλλά και οι χειρισμοί της γερμανικής προεδρίας, που υποχρέωσαν την Ουγγαρία και την Πολωνία να άρουν το βέτο εναντίον του προγράμματος ανάπτυξης, αποδεικνύουν ότι η παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση ήταν απολύτως αναγκαία για την επιβίωσή της. Πολιτικές ανεξάρτητης πορείας, όπως αυτές που προπαγάνδιζαν Βαρουφάκης, Λαφαζάνης και Χρυσή Αυγή, αποδεικνύονται τώρα τραγικά λανθασμένες. Η Ελλάδα εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης θα είχε ήδη πτωχεύσει από την πανδημία. Το άχρηστο σε όλους εθνικό νόμισμά της, η δραχμή ή όπως αλλιώς θα το βαφτίζαμε, θα ήταν ήδη ένα κουρελόχαρτο και δεν θα είχαμε καμία δυνατότητα κάλυψης των ζημιών από την ύφεση που προκαλεί η πανδημία, ούτε καν δυνατότητα αγοράς εμβολίων και φαρμάκων.
Η πανδημία οδήγησε όχι μόνο σε ανάγκη μεγαλύτερης επιστημονικής συνεργασίας μεταξύ των χωρών-μελών, αλλά και σε στροφή 180 μοιρών στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική. Υλοιποιείται σήμερα το περίφημο «whatever it takes» (ό,τι χρειαστεί) του Μάριο Ντράγκι και η ΕΚΤ τυπώνει άπειρο χρήμα για να καλύψει όλες τις ελλείψεις. Και το σημαντικότερο για το μέλλον είναι ότι αποδεικνύεται ότι παρά την αύξηση του χρήματος ο πληθωρισμός στην Ευρώπη δεν ανεβαίνει και δεν αναμένεται να ανέβει, τουλάχιστον μέχρι και το 2024. Αυτό εκτιμά η ΕΚΤ, η οποία παίζει αυτή τη στιγμή τον σημαντικότερο ρόλο υποστήριξης όλων των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Σε περιόδους τέτοιες, η άμεση αντιμετώπιση των προβλημάτων και των αναγκών που δημιουργούνται είναι απαραίτητη. Η ΕΚΤ αντιδρά εξαιρετικά γρήγορα και αποτελεσματικά. Η Ευρωπαϊκή Ενωση ως πολιτική ένωση αντιδρά πιο αργά, αλλά τελικά επαρκώς. Αργεί, αλλά τελικά παίρνει τις σωστές αποφάσεις και μπορεί να τις επιβάλει στα «δύστροπα» μέλη της, όπως αποδεικνύεται από τις περιπτώσεις Πολωνίας και Ουγγαρίας.
Το πώς θα αξιοποιηθούν όλα αυτά τα κονδύλια που ουσιαστικά χαρίζει ή δανείζει με χαριστικούς όρους η Ε.Ε. στις χώρες-μέλη εξαρτάται από τις ικανότητες διαχείρισης των εθνικών κυβερνήσεων. Και είναι λογικό σε αυτές τις δύσκολες εποχές, όπου όλα μοιάζουν να είναι επείγοντα, να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, όμως κάποια στιγμή οι κυβερνώντες πρέπει να λάβουν υπόψη τους και το μέλλον και να εντάξουν αυτές τις βραχυπρόθεσμες πολιτικές ενίσχυσης σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική για τη βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αυτό ασφαλώς σχετίζεται με τις βασικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα, στη Δικαιοσύνη και στην Παιδεία, αλλά και με τις επενδύσεις σε ενέργεια, τεχνολογία, υποδομές μεταφορών και, όπως αποδεικνύεται, σε υποδομές υγείας.