Η βίαιη επάνοδος του κορωνοϊού στη χώρα μεγεθύνει σημαντικά τον κίνδυνο για βαθύτερη και πιο παρατεταμένη οικονομική κρίση. Οι ελπίδες που είχαν γεννηθεί στις αρχές του καλοκαιριού, ότι ο τουρισμός θα προσφέρει κάποια σημαντικά ποσά και ότι η ζημιά που προκαλεί ο ιός στα έσοδα από τους ξένους επισκέπτες θα είναι σχετικά περιορισμένη, διαψεύστηκαν.
Τα έσοδα από τον τουρισμό κυμαίνονται περίπου στα 3 δισ. ευρώ έναντι των 18 δισ. του 2019 και αυτό σημαίνει ότι ήδη λείπουν 15 δισ. ευρώ από την οικονομία, τα οποία θα είχαν διαχυθεί σε όλους τους κλάδους και σε ολόκληρο τον πληθυσμό. Μειωμένο τζίρο βέβαια έχουν πέραν του τουρισμού και όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι κλάδοι της οικονομίας. Και το γεγονός αυτό, δυστυχώς, σημαίνει ότι φέτος η ύφεση θα είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι προβλεπόταν στην αρχή του καλοκαιριού.
Είναι σαφές ότι οι κανόνες του παιχνιδιού πρέπει άμεσα να αλλάξουν, καθώς η μείωση των εσόδων όλων των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών θα προκαλέσει ασφυξία στην αγορά, η ρευστότητα θα εξαφανιστεί, η κατανάλωση θα περιοριστεί, οι απολύσεις θα αυξηθούν και θα είναι πολύ δύσκολο πολλές επιχειρήσεις να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς το Δημόσιο, τις τράπεζες και τους προμηθευτές τους.
Η αδυναμία αυτή θα οδηγήσει σε ραγδαία αύξηση των κόκκινων δανείων, αν δεν αλλάξει ο τρόπος χαρακτηρισμού ενός δανείου ως κόκκινου. Το πρόβλημα για τις τράπεζες είναι ότι τα κόκκινα δάνεια επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους και τις οδηγούν σε αναγκαστικές αυξήσεις κεφαλαίου για να καλύψουν τους δείκτες φερεγγυότητάς τους, απαξιώνοντας την αξία της περιουσίας των παλιών μετόχων τους. Και ενώ οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε ρυθμίσεις δανείων με αρκετούς δανειολήπτες, έχουν πουλήσει κόκκινα δάνεια σε ξένα funds και έχουν διευκολύνει στην πρώτη φάση της πανδημίας τους δανειολήπτες αναβάλλοντας κάποιες δόσεις, η εξέλιξη της πανδημίας ανατρέπει όλα τα πιθανά οφέλη που περίμεναν ότι θα έχουν από αυτές τις κινήσεις. Δεν πρόκειται, όπως φαίνεται, να εισπράξουν τους επόμενους (πολλούς) μήνες αυτά που περίμεναν, αντίθετα θα περιοριστούν οι εισπράξεις τους και από αυτούς που μέχρι τώρα κατάφερναν να πληρώνουν κανονικά, με αποτέλεσμα τα κόκκινα δάνειά τους να αυξηθούν με ταχύ ρυθμό.
Η ρευστότητα για να τροφοδοτήσει αυξήσεις κεφαλαίου των τραπεζών υπάρχει διεθνώς, αυτό που κανείς δεν γνωρίζει είναι αν οι διεθνείς επενδυτές θέλουν να επενδύσουν πλέον σε τράπεζες. Και αυτό διότι η αξία των τραπεζών σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις περιορίζεται. Δεν είναι τυχαίο ότι η κεφαλαιοποίηση της HSBC (95 δισ. δολάρια), μιας από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου, είναι το 1/16 της αξίας της Amazon (1,5 τρισ. δολάρια), δηλαδή η Amazon αξίζει όσο 16 τράπεζες HSBC. Υπό αυτές τις συνθήκες διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα είναι αμφίβολο ποιος θα ήθελε πλέον να επενδύσει σε τράπεζες, ακόμη κι αν είχε τα χρήματα.
Οι τράπεζες, λοιπόν, έχουν να αντιμετωπίσουν ένα πάρα πολύ δύσκολο πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο, το οποίο επιδεινώνεται απότομα και σημαντικά λόγω της παράτασης της πανδημίας και των προβλημάτων που αυτή δημιουργεί σε όλες τις άλλες επιχειρήσεις. Με λίγα λόγια, όλα τα προβλήματα που παρουσιάζονται σε όλους τους κλάδους τελικά θα σκάσουν στις τράπεζες.
Για να επιβιώσουν οι τράπεζες θα πρέπει οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες να συμφωνήσουν σε πολύ πιο δραστικά μέτρα ανακούφισης του τραπεζικού συστήματος αλλά και των δανειοληπτών, που δεν μπορεί να είναι άλλα από τη χαλάρωση των κριτηρίων φερεγγυότητας και τη γενικότερη αλλαγή των κανόνων που διέπουν όχι μόνο το τραπεζικό σύστημα, αλλά και τα συναλλακτικά ήθη γενικότερα. Για παράδειγμα, οι δρακόντειοι, και στις περισσότερες περιπτώσεις καταχρηστικοί, όροι των τραπεζικών δανείων που δεσμεύουν τις περιουσίες δανειοληπτών και εγγυητών δεν μπορούν να ισχύουν σε περιπτώσεις μαζικών πτωχεύσεων επιχειρήσεων.
Ανάλογο είναι το πρόβλημα με το χρέος των κρατών. Το παγκόσμιο χρέος θα είναι πολύ σύντομα μη βιώσιμο και οι παλιοί κανόνες αποπληρωμής του δεν θα μπορούν να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Η διαγραφή -το κούρεμα που λέγαμε- χρεών δεν αποτελεί προς το παρόν επιλογή σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά έχουν επιλεγεί η λύση του τυπώματος χρήματος και η παροχή επιδοτήσεων και δανείων από τις κεντρικές τράπεζες.
Ο ι Ολλανδοί, οι Φινλανδοί και οι άλλοι της ευρωπαϊκής «παρέας των τσιγκούνηδων», οι οποίοι αντέδρασαν πολύ έντονα, στενοκέφαλα και επίμονα στις προσπάθειες των υπόλοιπων κρατών-μελών της Ε.Ε. να δώσουν πολλές επιδοτήσεις και όχι δάνεια στις χώρες-μέλη για να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα που προκαλεί στις οικονομίες τους η πανδημία, θα αντιληφθούν σύντομα ότι τα χρήματα που αποφασίστηκαν δεν επαρκούν εφόσον η πανδημία συνεχίζεται με αμείωτους ρυθμούς. Και οι κυβερνήσεις σε συνεργασία με τις κεντρικές τράπεζες θα πρέπει ταχύτατα να κινηθούν γενναιόδωρα, τυπώνοντας πάρα πολλά χρήματα για να σώσουν τις οικονομίες και τις κοινωνίες τους. Και καθώς ο πληθωρισμός σέρνεται επί δεκαετίες σε επίπεδα ασήμαντα, υπάρχει περιθώριο αύξησής του ώστε να μειωθεί το χρέος. Αυτές οι εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία -και μαζί και στην ελληνική, φυσικά- μοιάζουν νομοτελειακές. Το ότι ακόμη δεν έχουν υιοθετηθεί οι σχετικές αποφάσεις οφείλεται αφενός στις ελπίδες ότι το πρόβλημα θα περιοριστεί, αφετέρου στην υστέρηση της δυνατότητας των συστημάτων να αντιληφθούν ότι το παιχνίδι έχει αλλάξει και ότι οι παλιοί κανόνες και η παλιά νοοτροπία δεν μπορεί να διατηρηθούν.
Σε ένα τέτοιο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, η ελληνική οικονομία έχει προβλήματα μεγάλα μεν, αλλά κοινά τελικά με τον υπόλοιπο κόσμο. Και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να κινηθεί γρήγορα και θαρραλέα λαμβάνοντας υπόψη τις πολύ μεγάλες πιθανότητες αλλαγής των κανόνων διεθνώς. Δεν πρέπει, λοιπόν, να προγραμματίζει υπολογίζοντας μόνο τους υπάρχοντες κανόνες, αλλά να κάνει κινήσεις που να αντιστοιχούν στη μελλοντική εξέλιξη των κανόνων με την αντίστοιχη χαλάρωση όλων των ασφυκτικών περιορισμών που υπάρχουν σήμερα. Τόσο σε δημοσιονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο ιδιωτικού χρέους. Και οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να κινηθούν αναλόγως, αφού ούτως ή άλλως δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις επερχόμενες πτωχεύσεις και τις αυξήσεις των κόκκινων δανείων, όπως δεν μπορούν ούτε οι διεθνείς τράπεζες. Αντίστοιχα πρέπει να γίνουν αλλαγές στον τομέα της Δικαιοσύνης (διότι εκεί καταλήγουν όλες οι διαφωνίες) που θα διευκολύνουν τις τράπεζες να προχωρήσουν σε ρυθμίσεις χρεών, αλλά και θα προστατέψουν ιδιώτες και επιχειρήσεις, δανειολήπτες και εγγυητές από τις μαζικές κατασχέσεις των περιουσιών τους.
Ολα, λοιπόν, θα αλλάξουν παγκοσμίως και θα κινηθούν προς μια πιο ευέλικτη δομή σε όλα τα επίπεδα οικονομικής πρακτικής, και γι’ αυτό δεν πρέπει οι κινήσεις της κυβέρνησης, των τραπεζών και των επιχειρήσεων να γίνονται με βάση αποκλειστικά το παλιό, αλλά θα πρέπει να συνεκτιμηθεί και το νέο.