Εχασαν τον ύπνο τους τα επιτελεία των κομμάτων με την επιμονή των πιο έγκυρων βρετανικών μέσων ενημέρωσης («τα αγάλματα οδεύουν προς την Ελλάδα», έγραψαν οι «Times», μία από τις πιο έγκυρες εφημερίδες του κόσμου) ότι βρισκόμαστε κοντά σε συμφωνία, και μάλιστα πριν από τις κάλπες, για την επιστροφή των Γλυπτών στη χώρα μας. Η κατηγορηματική διάψευση των δημοσιευμάτων από το υπουργείο Πολιτισμού δεν φαίνεται να καθησύχασε τους… ανησυχούντες επειδή, φαντάζομαι, ανησυχούν για τυχόν μπλόφα του Μητσοτάκη και της Μενδώνη.
Κατανοώ πλήρως την ανησυχία των κομμάτων της αντιπολίτευσης και ειδικά του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Πέντε μήνες πριν από τη συμπλήρωση της τετραετίας η κυβέρνηση διατηρεί την πρωτιά με απόσταση 8-10 μονάδων από το δεύτερο κόμμα, έχει σαφώς μικρότερες απώλειες από την αξιωματική αντιπολίτευση και διεκδικεί στα ίσια την αυτοδυναμία, παρά τον δυσμενέστερο εκλογικό νόμο. Και όλα αυτά παρά την πανδημία, τα κοινωνικά προβλήματα, τα Ελληνοτουρκικά, την εισαγόμενη ενεργειακή κρίση, την ακρίβεια, τον πληθωρισμό, το «αυτογκόλ» με τις παρακολουθήσεις, τους «Πάτσηδες» και τους «Χειμάρες».
Για καθένα από τα παραπάνω και για άλλα, δευτερεύουσας σημασίας ζητήματα, η αντιπολίτευση εξαπέλυσε την πιο επίμονη και σκληρή, σε ρητορικά σχήματα και πράξεις, κριτική που μπορούσε να ασκήσει προς την κυβέρνηση. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις έφτασε και σε «χτυπήματα κάτω από τη ζώνη» για προσωπικά ή οικογενειακά θέματα. Τίποτε όμως δεν αποδείχθηκε αρκετά αποτελεσματικό ώστε να ανατρέψει τη σειρά δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών και κυρίως την επιρροή των κομμάτων στο εκλογικό σώμα. Ισως γιατί το «πρόβλημά» τους δεν είναι οι ικανότητες του Μητσοτάκη, αλλά οι δικές τους αδυναμίες.
Αν σε αυτό το πολιτικό τοπίο λοιπόν ερχόταν να προστεθεί μια σπουδαία εθνική επιτυχία, όπως θα ήταν η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα, αντιλαμβάνονται ότι η προσπάθεια επανεκλογής του Μητσοτάκη θα ήταν πολύ ευκολότερη. Ετσι, ξεκίνησαν έναν… προληπτικό «πολιτικό βομβαρδισμό» της κυβέρνησης, μην τυχόν και δεχτεί δανεισμό των Μαρμάρων, ακόμη και μακροχρόνιο. Η επίσημη διαβεβαίωση του υπουργείου Πολιτισμού, ότι «η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει νομή, κατοχή και κυριότητα των Γλυπτών στους Βρετανούς» και άρα αποκλείει τον δανεισμό τους, δεν ήταν αρκετή. Υποψιάζομαι πως στο βάθος φοβούνται μήπως οι Βρετανοί τα επιστρέψουν μόνιμα, με αντάλλαγμα κάποιες βραχυχρόνιες εκθέσεις έργων τέχνης που θα τους στείλει η ελληνική πλευρά, όταν ολοκληρωθεί η ανακαίνιση (σε σχεδόν μία δεκαετία) του Βρετανικού Μουσείου.
Το θέμα της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι μια υπόθεση τεράστιας εθνικής σημασίας που ξεπερνάει και τις εκλογές και τις κυβερνήσεις και τα κόμματα. Αν έρθουν, θα κερδίσει η Ελλάδα και μόνο. Η κινητικότητα όμως που παρουσιάζεται από την πλευρά των Βρετανών πρέπει να μας βγάλει από τις μικροκομματικές σκοπιμότητες και να μας βάλει μπροστά στο αληθινό δίλημμα: Πρέπει η Ελλάδα να δεχθεί τώρα μακροχρόνιο (25-50 χρόνια) «δανεισμό» των Μαρμάρων, που για έναν ουδέτερο παρατηρητή μοιάζει με έντιμο συμβιβασμό, ή πρέπει να επιμείνει μέχρι τέλους στη χωρίς όρους επιστροφή τους με την ελπίδα ότι κάποτε στο μέλλον θα το πετύχει; Ας πάρουν όλοι τους, πολιτικοί, επιστήμονες και πολίτες, την ευθύνη να τοποθετηθούν με μόνη προϋπόθεση τη σταθερότητα των απόψεών τους. Δηλαδή, να μην αλλάξουν θέση ανάλογα με το αν είναι στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση. Οπαδοί του ενός ή του άλλου.