H πανδημία επιμένει και δεν αποκλείεται καθόλου νέος γύρος περιορισμών από το φθινόπωρο, όπως δείχνουν οι εξελίξεις ανά τον κόσμο. Οι κυβερνήσεις «ξορκίζουν» αυτό το ενδεχόμενο, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η πανδημία έχει ακόμα δρόμο, όπως φαίνεται σε χώρες όπως το Ισραήλ, που έχει από τα υψηλότερα ποσοστά εμβολιασμού στον κόσμο, παρ’ όλα αυτά τα κρούσματα αυξάνονται απειλητικά.
Ο φόβος των κυβερνήσεων είναι, ασφαλώς, το κόστος νέων μέτρων στήριξης που θα χρειαστούν εφόσον υπάρξουν νέα lockdown.
Μέχρι τώρα όλες οι χώρες δαπάνησαν τεράστια ποσά για να στηρίξουν τις επιχειρήσεις και τους πολίτες, αλλά θέλουν να «αποφύγουν έναν δεύτερο γύρο» διότι έχουν δημιουργηθεί μεγάλα ελλείμματα και έχουν συσσωρευτεί πολλά χρέη.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία που προκύπτουν από δειγματοληπτική έρευνα της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, που πραγματοποιήθηκε με ερωτηματολόγιο σε δείγμα 601 πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (με τζίρο κάτω των 10 εκατ. ευρώ), τα μέτρα κρατικής στήριξης ήταν εκείνα που κράτησαν στη ζωή τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Στην έρευνα με τίτλο «Το αποτύπωμα της πανδημίας στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ)» καταγράφεται το συμπέρασμα ότι τα μέτρα στήριξης «κάλυψαν το 84% των ΜμΕ, εκ των οποίων το 52% άντλησε επαρκή ρευστότητα προκειμένου να συνεχίσει τη λειτουργία του ενώ σε ικανοποιητικό βαθμό βοηθήθηκε ένα επιπλέον 15% του τομέα. Το δε 17% των ΜμΕ δήλωσε πως η στήριξη δεν ήταν επαρκής».
Η πτώση πωλήσεων έφτασε το 40% και των κερδών το 43%, σύμφωνα με την έρευνα, αλλά η διαθέσιμη ρευστότητα επέτρεψε στην πλειονότητα των επιχειρήσεων να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας και τις εγκαταστάσεις τους. Μένει να φανεί αν η διατήρηση της απασχόλησης συνδέεται με το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις κράτησαν τις θέσεις εργασίας επειδή ήταν προϋπόθεση για να εισπράξουν τη στήριξη και αν θα τις διατηρήσουν και μετά το τέλος της περιόδου στήριξης.
Σύμφωνα με την έρευνα της Εθνικής Τράπεζας, το 84% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκανε χρήση τουλάχιστον ενός μέτρου στήριξης. Τα μέτρα που χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο από τις επιχειρήσεις ήταν η αναστολή συμβάσεων εργασίας (56% των ΜμΕ) προκειμένου να μειωθεί το μισθολογικό κόστος, η επιστρεπτέα προκαταβολή (56% των ΜμΕ) αλλά και ο τραπεζικός δανεισμός με ευνοϊκούς όρους (29% των ΜμΕ).
■ Το 46% των ΜμΕ χρησιμοποίησε έναν συνδυασμό αναστολής συμβάσεων εργασίας, επιστρεπτέας προκαταβολής και δανείων με ευνοϊκούς όρους (το 18% έχει κάνει χρήση και των τριών μέτρων).
■ Το 38% των ΜμΕ χρησιμοποίησε μόνο ένα από τα διαθέσιμα μέτρα (με μεγαλύτερη προτίμηση στην αναστολή συμβάσεων εργασίας από το 12% των ΜμΕ).
■ Το 16% των ΜμΕ επέλεξε να μη χρησιμοποιήσει κανένα μέτρο στήριξης (κυρίως επειδή δεν χρειάστηκε κάποιο από αυτά).
Σε σχέση με τις προοπτικές ανάκαμψης των επιχειρήσεων, στην έρευνα σημειώνεται ότι «η ανάκαμψη της δραστηριότητας έχει ήδη αρχίσει σταδιακά να πραγματοποιείται, καθώς το 17% των ΜμΕ δηλώνει ότι έχει επανέλθει στα επίπεδα πωλήσεων του 2019, με ένα επιπλέον 1/2 του τομέα να εκτιμά ότι θα επανακάμψει εντός της επόμενης διετίας. Ωστόσο, η ανάκαμψη για το 1/3 των ΜμΕ αναμένεται βραδύτερη, καθώς εκτιμά πως θα επανέλθει στα πρότερα επίπεδα δραστηριότητας σε περισσότερο από τρία χρόνια, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να επηρεάζονται εντονότερα, καθώς το αντίστοιχο ποσοστό για εκείνες αγγίζει το 41% (έναντι 33% τόσο για τις μικρές όσο και για τις μεσαίες επιχειρήσεις)».
Το συμπέρασμα, με άλλα λόγια, είναι ότι η πλειονότητα των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων κρατήθηκε μέσα στην πανδημία, αλλά μόνο χάρη στην κρατική στήριξη. Τι θα συμβεί αν έχουμε και «δεύτερο γύρο», χωρίς όμως στήριξη της ρευστότητας και των θέσεων απασχόλησης;
Πολλώ δε μάλλον που τους επόμενους μήνες «ξεπαγώνουν» οφειλές που είχαν τεθεί σε αναστολή λόγω πανδημίας και η πίεση προς τις επιχειρήσεις θα αυξηθεί.