Τον περασμένο χειμώνα, όταν ο κορωνοϊός άρχισε να εξαπλώνεται εκθετικά, φάνηκε σε όλες τις χώρες η γύμνια των συστημάτων υγείας, καθώς και ο ευάλωτος χαρακτήρας της οικονομικής οργάνωσης που έχει επικρατήσει με την παγκοσμιοποίηση των αγορών και την κυριαρχία του λεγόμενου νεοφιλελεύθερου μοντέλου.
Μπροστά στο παγκόσμιο σοκ πολλές φωνές άρχισαν να υποδεικνύουν το προφανές: ότι το υγειονομικό πρόβλημα αναδεικνύει θεμελιώδεις ανισορροπίες, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές. Οτι η πανδημία δεν είναι κάτι που αργά ή γρήγορα θα περάσει και τότε θα επιστρέψουμε στην προηγούμενη κανονικότητα. Οτι είναι ακριβώς αυτή η κανονικότητα που είναι προβληματική.
Φάνηκε καθαρά, για παράδειγμα, ότι οι οικονομικές πολιτικές που έχουν κυριαρχήσει παγκοσμίως έχουν αφήσει τα δημόσια συστήματα υγείας αποδεκατισμένα – πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, ύστερα από μια δεκαετία κρίσης και μνημονίων. Μόνο κράτη όπως η Γερμανία, που έχουν διατηρήσει ισχυρό δημόσιο τομέα, είχαν καλύτερα αποτελέσματα στη διαχείριση της πανδημίας τόσο στο υγειονομικό πεδίο όσο και στο οικονομικό.
Εγινε σαφές επίσης ότι η λεγόμενη «απελευθέρωση» της αγοράς εργασίας (ευφημισμός για την κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων) αφήνει πρώτους εκτεθειμένους τους εργαζόμενους σε κάθε σοκ και χρειάστηκαν τεράστιες κρατικές ενισχύσεις για να διασωθούν οι εταιρείες και οι θέσεις εργασίας και να αποφευχθεί η κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας.
Ομως, αντί η κρίση αυτή να γίνει αφορμή για δημόσια συζήτηση και πολιτικές ζυμώσεις που θα φέρουν βαθύτερες αλλαγές, με γνώμονα τη στήριξη της δημόσιας υγείας και της κοινωνικής ευημερίας, πολύ γρήγορα η αμφισβήτηση του υπάρχοντος συστήματος έσβησε. «Δεν είναι ώρα τώρα να δούμε βαθιές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές, προέχει η αντιμετώπιση του υγειονομικου προβλήματος» ήταν η συνισταμένη των εκφραστών του status quo ανά τον κόσμο. «Αφήστε, θα τα δούμε όταν περάσει η πανδημία».
Ομως έτσι η πολιτική συζήτηση σταμάτησε προτού καν ξεκινήσει.
Αποδεικνύεται ότι η ενίσχυση των εργαζομένων είναι μια έκτακτη πολιτική, η οποία δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον διότι «τα οικονομικά δεν το επιτρέπουν». Οι δημόσιες επενδύσεις στα κρατικά συστήματα υγείας κι αυτές πρέπει να γίνονται «με μέτρο» γιατί τα δημόσια οικονομικά έχουν περιορισμούς.
Η μόνιμη επωδός των κρατούντων είναι ότι… δεν υπάρχουν λεφτόδεντρα για να χρηματοδοτήσουν μισθούς, δημόσιες επενδύσεις, κρατικές ενισχύσεις.
Αυτή είναι βέβαια η μισή αλήθεια, διότι αποδείχθηκε ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν λεφτόδεντρα, και μάλιστα πολύ παραγωγικά. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, αλλά και κάθε Κεντρική Τράπεζα στον κόσμο «τυπώνουν» ασταμάτητα χρήμα, το οποίο όμως διοχετεύεται κατά κύριο λόγο στο τραπεζικό σύστημα και ανακυκλώνεται στα χρηματιστήρια, δημιουργώντας μια «φούσκα» η οποία κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους.
Κάποιες πρωτοποριακές οικονομικές θεωρίες οι οποίες υποστηρίζουν ότι με αυτό το χρήμα θα πρέπει να γίνουν παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις (για να κινητοποιηθούν και οι ιδιωτικές, όπως έλεγε και ο Κέινς) απορρίπτονται συλλήβδην με επιχειρήματα του τύπου «μα τότε θα ξεφύγει ο πληθωρισμός», τα οποία βέβαια για κάποιο ανεξήγητο λόγο φαίνεται ότι δεν ισχύουν όταν το χρήμα διοχετεύεται στις τράπεζες και τα χρηματιστήρια.
Δυστυχώς, όλοι οι ειδικοί προειδοποιούν ότι το δεύτερο κύμα της πανδημίας θα είναι ισχυρότερο από το πρώτο, αλλά ο τομέας της δημόσιας υγείας δεν έχει ενισχυθεί αναλόγως και οι ελπίδες για την αναχαίτισή του ανατίθενται στην προσωπική ευθύνη των πολιτών να τηρήσουν τα όποια μέτρα προστασίας ανακοινώνονται.