Είναι προφανής η διαφορά προσανατολισμού ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Η μεν πρώτη έχει υιοθετήσει σκληρή τακτική απέναντι στην Τουρκία όχι μόνο λόγω της στάσης της τελευταίας έναντι της Ελλάδας, αλλά και σε σχέση με την ευρύτερη τακτική που έχει υιοθετήσει ο Ερντογάν στην περιοχή της Μεσογείου, από τη Λιβύη μέχρι τη Μέση Ανατολή. Αντιθέτως, η Γερμανία υιοθετεί πιο μετριοπαθή στάση, η οποία δεν οφείλεται μόνο στα στενά οικονομικά συμφέροντα, τα οποία παίζουν μεν ρόλο αλλά δεν είναι καθοριστικά.
Η Γαλλία, ο πρόεδρος της οποίας έχει από καιρό χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», βλέπει στην υπόθεση μια ανάγκη -αλλά και μια ευκαιρία- να ενισχυθεί η παρουσία της Ε.Ε. στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και της άμυνας, όπου η συγκεκριμένη χώρα διαθέτει ένα προβάδισμα έναντι όλων των υπόλοιπων μελών, ιδιαίτερα μετά το Brexit. Η Μεσόγειος αποτελεί παραδοσιακά περιοχή ζωτικού ενδιαφέροντος για τη Γαλλία και η ανάδειξή της ενισχύει, επίσης, τον ρόλο της Γαλλίας μέσα στην Ε.Ε.
Με λίγα λόγια, η δυναμική στάση του Εμανουέλ Μακρόν απέναντι στον Ερντογάν δεν οφείλεται μόνο στα -υπαρκτά- αισθήματα αλληλεγγύης απέναντι στην Ελλάδα, αλλά αντανακλά και τα ευρύτερα στρατηγικά συμφέροντα της Γαλλίας σε έναν κόσμο όπου οι ΗΠΑ σταδιακά μειώνουν την παρέμβασή τους στην περιοχή, ενώ ταυτόχρονα δυνάμεις όπως η Ρωσία, η Κίνα, αλλά και σε μικρότερο βαθμό η Τουρκία θέλουν να καταλάβουν το κενό και να αναθεωρήσουν τους διεθνείς συσχετισμούς.
Είναι σαφές και επισημαίνεται πανταχόθεν ότι ο Τούρκος πρόεδρος προωθεί τον ρόλο της χώρας του ως περιφερειακής δύναμης στην ευρύτερη περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό παίζει σε διαφορετικά ταμπλό, έχοντας εγκαταλείψει εδώ και καιρό τον ρόλο του πιστού συμμάχου της Δύσης και προσεγγίζοντας τη Ρωσία, ενώ επιδιώκει να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στον χώρο του Ισλάμ.
Επιπλέον, αντιμετωπίζει την Ε.Ε. ως «ίσος προς ίσον». Η νοοτροπία αυτή είχε γίνει ορατή ήδη από την εποχή των ενταξιακών συζητήσεων της Τουρκίας, όταν η ευρωπαϊκή πορεία της γείτονος ήταν ακόμα μια ζωντανή προοπτική. Από τότε είχε γίνει σαφές στις Βρυξέλλες ότι η Τουρκία δεν θεωρούσε τον εαυτό της μια «απλή» χώρα όπως όλες οι άλλες, που έπρεπε εκείνη να προσαρμοστεί στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά ως μια πρώην αυτοκρατορία η οποία συνομιλούσε συνολικά και ισότιμα με την Ευρώπη και μπορούσε να επιβάλει στην τελευταία όρους και προϋποθέσεις από θέση ισχύος.
Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ήδη… προϊστορία, όμως η ουσία είναι ότι αυτό που συνήθως ονομάζουμε «προκλητικότητα» ή «επιθετικότητα» από την πλευρά της δεν είναι μια συγκυριακή τακτική του Ερντογάν, αλλά μια μακροπρόθεσμη στρατηγική τοποθέτηση της γειτονικής χώρας στο νέο περιβάλλον.
Απέναντι στην κατάσταση αυτή είναι προφανές ότι η ενδεδειγμένη απάντηση της Ευρώπης δεν μπορεί να είναι ένας γαλλογερμανικός ανταγωνισμός στο ποιος θα προλάβει να πουλήσει όπλα στην Ελλάδα, όπως έκαναν οι ΗΠΑ στο παρελθόν.
Δεν μπορεί η Ε.Ε. να συμπεριφέρεται ως γίγαντας στην οικονομία με συμπεριφορά νάνου στην εξωτερική πολιτική, διότι κινδυνεύει να διχαστεί ξανά. Η εμβάθυνση της Ε.Ε. στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής είναι πλέον μονόδρομος.