Ο σάλος που ξεσήκωσε το ακυρωθέν συνέδριο για τη γονιμότητα έφερε στην επιφάνεια πολλές από τις παθογένειες που ενδημούν στην Ελλάδα σήμερα.
Το ζήτημα δεν είναι μόνο ότι έγινε μια σκοταδιστική και σεξιστική προσέγγιση ενός υπαρκτού κοινωνικού προβλήματος, αλλά και ότι με αυτόν τον τρόπο συσκοτίζονται τα πραγματικά αίτια της υπογεννητικότητας και εμποδίζεται η ουσιαστική συζήτηση πιθανών λύσεων.
Σε μια χώρα όπου πάνω από 400.000 νέοι κυρίως άνθρωποι έχουν ξενιτευτεί γιατί δεν μπορούν να εργαστούν και να ζήσουν με αξιοπρέπεια, είναι προκλητικό να παρουσιάζεται ως ελεύθερη επιλογή η απόφαση να αποκτήσει κάποιος παιδί.
Θα ήταν κωμική αυτή η προσέγγιση, εάν δεν ήταν πολιτικά και κοινωνικά επικίνδυνη.
Η πραγματικότητα είναι ότι αμέτρητοι νέοι άνθρωποι θέλουν να κάνουν παιδί και ενδεχομένως οικογένεια, αλλά δεν μπορούν ούτε καν να εγκαταλείψουν το πατρικό σπίτι, για οικονομικούς πρωτίστως λόγους. Γι’ αυτό και όσοι μπορούν, φεύγουν στο εξωτερικό.
Είναι, δυστυχώς, ακόμα διαδεδομένη στην Ελλάδα η αναχρονιστική πατριαρχική νοοτροπία που βλέπει τη γυναίκα ως αναπαραγωγική μηχανή χωρίς άλλες επιλογές, αλλά αυτό δεν είναι το μόνο πρόβλημα.
Κάθε κοινωνία πρέπει να παρέχει ουσιαστική στήριξη σε όσους θέλουν να αποκτήσουν παιδιά.
Δεν αρκεί η απόφαση για να αποκτήσει κάποιος παιδί. Χρειάζεται να έχει και μια οικονομική ασφάλεια για να το κάνει.
Πού είναι, όμως, οι πολιτικές στήριξης;
Αντί για εργασιακή διασφάλιση της μητέρας ή/και του πατέρα, στην Ελλάδα σήμερα οι γυναίκες αναγκάζονται να διαβεβαιώνουν τον εργοδότη ότι δεν σκοπεύουν να μείνουν έγκυες για να προσληφθούν.
Αντί για μακροχρόνιες γονεϊκές άδειες, πολλοί γονείς ή υποψήφιοι γονείς αναγκάζονται να δουλεύουν «μαύρα», χωρίς ασφάλιση και με μισθούς κάτω από τα όρια φτώχειας – αν δεν είναι άνεργοι.
Αντί για εκτεταμένο σύστημα πλήρους νηπιακής και σχολικής φροντίδας, ζούμε στην εποχή που η μεγάλη κατάκτηση της δωρεάν καθολικής παιδείας βάλλεται και απειλείται. Η είσοδος στην ανώτατη παιδεία είναι ήδη προνόμιο μόνο όσων έχουν την οικονομική δυνατότητα για δαπανηρά ιδιαίτερα μαθήματα και φροντιστήρια προετοιμασίας.
Για να μη μιλήσουμε για αστεία επιδόματα τέκνων τα οποία δίνονται με τη μορφή μικρών εκπτώσεων στην υπερφορολόγηση που υφίσταται η μεσαία τάξη.
Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που θα έπρεπε να βρίσκονται στο επίκεντρο κάθε συζήτησης για την υπογεννητικότητα και τη γονιμότητα.
Πόσο μάλλον σε μια κοινωνία όπως η ελληνική, που διαρκώς γερνάει και στο κοντινό μέλλον θα φτάσει στο σημείο όπου ο πληθυσμός ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχεί στο 1/3 του συνόλου.
Σε χώρες όπως η Γαλλία, η εμπειρία έδειξε ότι όταν παρέχεται εργασιακή ασφάλεια στη γυναίκα με μέτρα όπως η πληρωμένη άδεια μητρότητας και η εγγύηση επιστροφής στην εργασία καθώς και η δωρεάν νηπιακή φροντίδα, αυξάνεται ο δείκτης γονιμότητας.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι το ευρύτερο δημογραφικό πρόβλημα δεν μπορεί να εξεταστεί χωρίς να γίνει μια σοβαρή και ψύχραιμη συζήτηση και για άλλη μία παράμετρο: τη μετανάστευση.
Μελέτες από ινστιτούτα, όπως το Population Europe, δείχνουν ότι η μετανάστευση είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που αποτρέπει τη μείωση του πληθυσμού σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως έγινε στο Λουξεμβούργο, στην Κύπρο, στη Μάλτα, στην Ισπανία, στην Αυστρία και τη Σουηδία.
Να δούμε εάν θα έχουμε και κάποιο συνέδριο για τα θέματα αυτά.