Ο πληθωρισμός έχει ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη στις ανεπτυγμένες οικονομίες και το επόμενο διάστημα θα θέσει σε μεγάλη δοκιμασία τις νομισματικές πολιτικές που εφάρμοσαν οι κεντρικές τράπεζες, αλλά και τις κυβερνήσεις, που καλούνται να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια, η οποία αποτελεί το υπ’ αριθμόν 1 οικονομικό πρόβλημα με μεγάλο πολιτικό κόστος.
H αύξηση των τιμών στην Ελλάδα πλήττει το εισόδημα των νοικοκυριών και ανεβάζει το κόστος των επιχειρήσεων και το ζήτημα της αντιμετώπισής της ήρθε στο προσκήνιο την περασμένη εβδομάδα εν μέσω αντικρουόμενων δηλώσεων από τους αρμόδιους σχετικά με το ενδεχόμενο μείωσης της έμμεσης φορολογίας.
Τέτοια μέτρα μπορούν να μειώσουν την τελική τιμή των προϊόντων, ειδικά των καυσίμων, που έχουν μεγάλο ποσοστό έμμεσης φορολογίας, αλλά φαίνεται ότι προς το παρόν δεν βρίσκονται στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς, κυρίως, λόγω του κόστους και των μειωμένων έως ανύπαρκτων περιθωρίων που έχει ο κρατικός προϋπολογισμός. Ο τελευταίος πρέπει να φτάσει σε έλλειμμα κοντά στα 2,5 δισ. ευρώ φέτος από 13 δισ. ευρώ πέρυσι και σε πλεόνασμα το 2023, γεγονός που σημαίνει ότι μόνο φέτος πρέπει να εξευρεθούν κοντά στα 11 δισ. ευρώ.
Οι δυσκολίες αυτές δείχνουν την εξαιρετικά αβέβαιη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ελληνική οικονομία, λόγω και της υπερχρέωσης στην οποία βυθίζεται ολοένα περισσότερο, καθώς το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει τα 340 δισ. ευρώ και ανέρχεται πλέον στο 206% του ΑΕΠ.
Μέχρι στιγμής και εν μέσω πανδημίας η ελληνική κυβέρνηση μπορούσε να αντλεί φθηνό χρήμα από την αγορά εκδίδοντας ομόλογα με χαμηλό επιτόκιο, κάτι που ήταν αποτέλεσμα των έκτακτων μέτρων που υιοθέτησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αγόραζε μαζικά κρατικά ομόλογα από την ελεύθερη αγορά – ανάμεσα σε αυτά και τα ελληνικά, παρότι χαρακτηρίζονται «σκουπίδια» καθώς δεν διαθέτουν επενδυτική διαβάθμιση.
Από τον Μάρτιο τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ λήγουν, ωστόσο ανακοινώθηκε ότι θα υπάρχει δυνατότητα στήριξης των ελληνικών ομολόγων και στη συνέχεια, εφόσον χρειαστεί, αν και αυτό δεν εμπόδισε την απόδοση (επιτόκιο) των ελληνικών ομολόγων να ανέβει το τελευταίο διάστημα γύρω στο 1,5% από το 0,6% που ήταν στις αρχές Σεπτεμβρίου.
Με αυτά τα δεδομένα, είναι σαφές ότι η όποια ισορροπία και σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται από την υποστήριξη των άλλων ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και της ΕΚΤ, σε ό,τι αφορά τη διαχείριση του χρέους και τη δυνατότητα χρηματοδότησης. Τούτο ισχύει και για τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, στα οποία προσβλέπει η κυβέρνηση για να υποστηρίξει την ανάκαμψη τα επόμενα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, η απόφαση της ΕΚΤ προ εβδομάδων να συνεχίσει να υποστηρίζει τα ελληνικά ομόλογα ακόμα και μετά τον Μάρτιο, οπότε λήγει το έκτακτο πρόγραμμα στήριξης λόγω της πανδημίας, αποτελεί μια στήριξη η οποία έχει και πολιτικές προεκτάσεις, καθώς αφαιρεί έναν παράγοντα πίεσης από την ελληνική κυβέρνηση, αλλά δεν παύει να έχει έκτακτο και εν τέλει αβέβαιο χαρακτήρα.
Η αβεβαιότητα αυξάνεται περαιτέρω καθώς ο υψηλός πληθωρισμός οδηγεί τις κεντρικές τράπεζες σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής, η οποία δημιουργεί ένα μεγάλο ερώτημα: κατά πόσο η εγκατάλειψη των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης (το λεγόμενο «τύπωμα χρήματος») και η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσουν σε ομαλή ή ανώμαλη προσγείωση την οικονομία;
Εάν μεν αποδειχθεί ότι ο πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στο «μπλοκάρισμα» του εφοδιασμού λόγω της πανδημίας, οι πιέσεις θα εκτονωθούν μέσα στους επόμενους μήνες – αν και οι τιμές στα περισσότερα αγαθά θα σταματήσουν να ανεβαίνουν, ωστόσο θα παραμείνουν υψηλά.
Εάν όμως οι πληθωριστικές πιέσεις δεν τεθούν υπό έλεγχο τους επόμενους μήνες με τις λελογισμένες αυξήσεις επιτοκίων, όπως ελπίζουν οι κεντρικές τράπεζες, υπάρχει ο κίνδυνος να πληγεί η οικονομική ανάπτυξη και να επέλθει στασιμότητα, ταυτόχρονα με υψηλό πληθωρισμό, κάτι που αποτελεί τον εφιάλτη των οικονομολόγων και το χειρότερο δυνατό κοκτέιλ για μια υπερχρεωμένη και αδύναμη οικονομία, όπως η ελληνική.