Η έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη, που δόθηκε για διαβούλευση, δεν προσφέρεται για ενδελεχή αξιολόγηση και κριτική, δεδομένου ότι δεν είναι ολοκληρωμένη. Γι’ αυτό άλλωστε χαρακτηρίζεται και «ενδιάμεση», με την τελική να αναμένεται τον Σεπτέμβριο.
Τα δύο πιο ουσιαστικά κεφάλαια, που αφορούν στους άξονες της αναπτυξιακής πολιτικής και στους τρόπους χρηματοδότησης του όποιου σχεδίου, είναι κενά και υπό επεξεργασία και μόνο περιληπτικά περιγράφονται ορισμένες βασικές κατευθύνσεις στην εισαγωγή.
Ωστόσο, το πρώτο δείγμα δημιουργεί ορισμένους προβληματισμούς.
Από τη μία αποτυπώνονται αρκετές ενδιαφέρουσες προτάσεις για θεσμικές, διοικητικές και άλλες αλλαγές, οι οποίες συζητούνται επί δεκαετίες τα τελευταία χρόνια και όλοι συμφωνούν ότι είναι αναγκαίες.
Από την άλλη, όμως, δίνονται και ορισμένες κατευθύνσεις οι οποίες δημιουργούν προβληματισμό.
Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι το όλο κείμενο διέπεται από λογικές του λεγόμενου νεοφιλελεύθερου χώρου, οι οποίες επικράτησαν κατά το παρελθόν και μοιάζουν εκτός χρόνου στη μετά COVID-19 εποχή.
Γίνεται λόγος για αύξηση της εξωστρέφειας, τη στιγμή που όλες οι χώρες παγκοσμίως επιχειρούν να ενισχύσουν την εσωτερική τους αγορά και να επαναπατρίσουν την παραγωγή, διαβλέποντας ότι μπαίνουμε σε μακρά περίοδο εσωστρέφειας.
Ασφαλώς η αύξηση των εξαγωγών είναι ένα ζητούμενο, αλλά θα περίμενε κάποιος ότι θα υπήρχαν και αναφορές σε μέτρα ενίσχυσης της εσωτερικής αγοράς και υποκατάστασης των εισαγωγών με εγχώρια προϊόντα. Θα τα δούμε άραγε τον Σεπτέμβριο;
Διαπιστώνεται, επίσης, ως σημαντικό πρόβλημα το γεγονός ότι η χώρα παράγει κυρίως προϊόντα και υπηρεσίες που δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμα και προέρχονται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (εστίαση κ.λπ.).
Η απάντηση, όμως, στο υπαρκτό αυτό πρόβλημα δεν είναι μια στρατηγική για μεταστροφή της δυναμικής μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας σε εμπορεύσιμα αγαθά, κατά προτίμηση στην οικονομία της γνώσης, όπως κάνουν πολλές χώρες.
Αντίθετα, υιοθετείται μια γενική (ισοπεδωτική, θα μπορούσε να πει κάποιος) λογική ότι πρέπει να δοθούν φορολογικά και άλλα κίνητρα στις μεγάλες επιχειρήσεις για να… μεγαλώσουν. Λες και οι μεγάλες επιχειρήσεις στην Ελλάδα διακρίνονται για τη διεθνή ανταγωνιστικότητά τους και τις επιδόσεις τους στην καινοτομία. Ελπίζουμε να μην υιοθετεί και η Επιτροπή Πισσαρίδη την ίδια λογική που είχε και η τρόικα, η οποία θεωρούσε ότι η εκτεταμένη μικρή και μεσαία επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα είναι μια στρέβλωση, ένα πρόβλημα που πρέπει να λυθεί διά της μαζικής «εξόντωσης».
Η τάση των Ελλήνων προς το επιχειρείν, το ρίσκο και την αυτοαπασχόληση πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ένα πλεονέκτημα, μια αρετή η οποία χρειάζεται καθοδήγηση για να διοχετευτεί σε νέες παραγωγικές, ανταγωνιστικές δραστηριότητες. Ολες οι χώρες τις οποίες «ζηλεύουμε» για την επιτυχία τους στη νέα επιχειρηματικότητα ενθαρρύνουν τις μικρές, νέες επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν ρίσκα.
Χρειάζονται, για παράδειγμα, στοχευμένα φορολογικά κίνητρα σε κλάδους και δραστηριότητες οι οποίες αναμένεται να αναπτυχθούν στο μέλλον, σε συνάρτηση και με την ευρύτερη στροφή στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία.
Δεν είδαμε όμως τέτοιον σχεδιασμό στην ενδιάμεση έκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη. Εκεί διαβάσαμε για μείωση φόρων στα ακίνητα, σαν να επαφίενται και πάλι οι αναπτυξιακές μας ελπίδες στην κτηματαγορά και την οικονομία της στέγης.
Είδαμε επίσης αναφορές σε οριζόντια μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και ανακατανομή των φορολογικών βαρών, χωρίς όμως να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε κλάδους και δραστηριότητες έτσι ώστε να πριμοδοτηθούν οι παραγωγικοί τομείς που υποτίθεται ότι είναι το ζητούμενο.
Είναι αλήθεια ότι θα ήταν πρώιμο και άδικο να απορριφθεί συλλήβδην η εργασία της Επιτροπής Πισσαρίδη. Φαίνεται, όμως, ότι η μεθοδολογία και η σύνθεση της επιτροπής δεν μπορούν να αποδώσουν το ζητούμενο, που είναι ένα σχέδιο για να γίνουν… όλα όσα δεν έγιναν τα τελευταία 70 χρόνια και μάλιστα εν μέσω μιας πρωτοφανούς παγκόσμιας κρίσης.
Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να συμμετάσχουν στον σχεδιασμό και η κοινωνία, η αγορά και η πολιτική.