Η διαχείριση των δανείων 12,7 δισ. ευρώ που είναι διαθέσιμα από το Ταμείο Ανάκαμψης ανατίθεται από την κυβέρνηση στο τραπεζικό σύστημα, γεγονός που δημιουργεί ορισμένα ζητήματα. Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, οι μεν επιδοτήσεις (19,3 δισ. ευρώ) θα διοχετευτούν κατά κύριο λόγο σε δημόσια έργα που θα πραγματοποιηθούν και μέσα από συμπράξεις με τον ιδιωτικό τομέα (ΣΔΙΤ), ενώ τα δάνεια (12,7 δισ. ευρώ) θα χρησιμοποιηθούν ως μοχλός για ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων.
Η τόνωση των επενδύσεων τίθεται ως ένας από τους βασικούς στόχους, καθώς πρόκειται για έναν τομέα όπου η Ελλάδα υστερεί διαχρονικά, αλλά η μέθοδος που έχει επιλεγεί για την αξιοποίηση των κονδυλίων στην κατεύθυνση αυτή γεννά αρκετές αβεβαιότητες.
Η βασική κατεύθυνση είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος από τα «δανεικά» του Ταμείου Ανάκαμψης θα διοχετευτούν ως δάνεια στο τραπεζικό σύστημα, το οποίο με τη σειρά του θα τα δανείσει σε επιχειρήσεις για να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση της οικονομίας, την προώθηση της καινοτομίας και την ενίσχυση των εξαγωγών.
Το σκεπτικό είναι ότι τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης θα χρηματοδοτήσουν το 50% των επενδύσεων αυτών. Το υπόλοιπο της επένδυσης κατά 20% θα προέρχεται από ίδια κεφάλαια των επιχειρήσεων και κατά 30% από δανεισμό από κεφάλαια που θα εξασφαλίσουν μόνες τους οι τράπεζες. Με τη μέθοδο αυτή, της λεγόμενης «μόχλευσης», η κυβέρνηση εκτιμά ότι τα 12,7 δισ. ευρώ θα κινητοποιήσουν συνολικά επενδύσεις ύψους 31,7 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τον σχεδιασμό, από τα 12,7 δισ. ευρώ μόνο ένα μικρό ποσοστό θα κατευθυνθεί σε προγράμματα ειδικά σχεδιασμένα για μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Συνολικά, από όλες τις δράσεις του προγράμματος «Ελλάδα 2.0», που χρηματοδοτείται από το Ταμείο Ανάκαμψης, περίπου 1,5 δισ. ευρώ αφορά τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, παρότι οι τελευταίες αντιστοιχούν στο 85% των θέσεων εργασίας και στο 56% των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών (ΑΕΠ).
Η μερίδα του λέοντος θα διοχετευτεί μέσα από το τραπεζικό σύστημα με αυστηρά κριτήρια φερεγγυότητας, όπως εμφατικά τονίζουν οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης, έτσι ώστε να είναι σίγουρο ότι τα δάνεια που θα δοθούν για επενδύσεις θα αποπληρωθούν και τα χρήματα θα επιστραφούν ώστε το κονδύλι να μην καταλήξει να επιβαρύνει το δημόσιο χρέος.
Το σχέδιο αυτό ευνοεί τους ισολογισμούς των τραπεζών, αλλά σημαίνει ότι επιλέξιμος είναι ένας μικρός αριθμός επιχειρήσεων, κατά κανόνα μεγάλου μεγέθους, οι οποίες έχουν ακόμα πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα.
Το στοιχείο αυτό εγείρει μια σειρά από ερωτήματα τα οποία συνδέονται με τις πιθανότητες επιτυχίας του ευρύτερου σχεδιασμού για παραγωγική αναβάθμιση της χώρας.
Δεν έχει διευκρινιστεί, για παράδειγμα, αν το Δημόσιο θα έχει λόγο για τη σκοπιμότητα των επενδύσεων έτσι ώστε αυτές να υπηρετούν το ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό όφελος και τον στόχο της ανάπτυξης της ελληνικής παραγωγής.
Εχει σημασία αν η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση θα συνδυαστεί με ένταξη των ελληνικών επιχειρήσεων στις ευρωπαϊκές και διεθνείς αλυσίδες αξίας ή όχι.
Με απλά λόγια, θα καταφέρουν οι ελληνικές επιχειρήσεις να φτιάχνουν έστω μία «βίδα» ή μια γραμμή κώδικα λογισμικού, που θα είναι όμως απαραίτητες για τους ηλεκτροκινητήρες, τους συσσωρευτές ενέργειας και τα άλλα καλούδια που θα χρειαστούν για τη μετάβαση;
Ή, αντιθέτως, τα χρήματα θα πάνε μόνο για εισαγωγή ανεμογεννητριών που θα κατασκευάζονται αλλού και θα εγκαθίστανται μαζικά σε διάφορες περιοχές της χώρας – ανάμεσα σε αυτές και σε προστατευόμενα οικοσυστήματα «Natura»;
Ασφαλώς, στο περιβάλλον της Ε.Ε. δεν μπορούν να υφίστανται κριτήρια ενίσχυσης των εγχώριων επιχειρήσεων, αλλά υπάρχουν άλλα μέσα και εργαλεία τα οποία μπορούν να ενισχύσουν τον εθνικό στόχο, που τελικά είναι η ενίσχυση της ελληνικής παραγωγής.
Ο στόχος αυτός, όμως, δεν μπορεί να υπηρετηθεί από τα στενά τραπεζικά κριτήρια αξιολόγησης επενδύσεων και δανειοδότησης, τα οποία, όπως έχει δείξει η πολύ πρόσφατη ιστορία, συχνότατα αποτυγχάνουν.