Με τον νέο πτωχευτικό κώδικα εγκαινιάζεται μια περίοδος μεγάλης κοινωνικής δοκιμασίας καθώς ανοίγει ο δρόμος για μαζικούς πλειστηριασμούς σπιτιών και άλλων περιουσιακών στοιχείων απλών ανθρώπων, οι οποίοι αδυνατούν να αποπληρώσουν τις οφειλές τους όχι επειδή διέπραξαν κάποιο οικονομικό «έγκλημα» ή άλλη παρασπονδία, αλλά επειδή γονάτισαν λόγω της κρίσης.
Πρόκειται για μια αρνητική εξέλιξη η οποία θα έχει αλυσιδωτές επιπτώσεις όχι μόνο κοινωνικές, αλλά και οικονομικές καθώς χιλιάδες άνθρωποι, ιδιώτες και επιχειρηματίες, θα λάβουν τη χαριστική οικονομική βολή και θα τεθούν εκτός παραγωγικής διαδικασίας.
Με τις νέες ρυθμίσεις, τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να τεθούν σε καθεστώς πτώχευσης, να χάσουν όλη την περιουσία τους, ακόμα και την πρώτη κατοικία με διαδικασίες εξπρές χωρίς δυνατότητα άμυνας.
Υποτίθεται ότι ύστερα από ένα εύλογο διάστημα οι δανειολήπτες θα καθαρίζουν και θα μπορούν να κάνουν μια νέα αρχή, κάτι που στην περίπτωση των εταιρειών μπορεί να έχει νόημα, αλλά όταν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα που θα χάσουν το σπίτι τους η έννοια της «δεύτερης ευκαιρίας» χάνει το νόημά της.
Σε κάθε περίπτωση, η όποια οικονομική λογική χάνει το νόημά της, από τη στιγμή που όλα αυτά θα γίνουν εν μέσω της πρωτοφανούς κρίσης που προκαλεί ο κορωνοϊός – η οποία διαδέχεται την προηγούμενη, υπερδεκαετή κρίση. Τα σπίτια θα ξεπουληθούν σε εξευτελιστικές τιμές και τα «κοράκια» που θα τα αποκτήσουν θα έχουν δυνατότητα μεγαλύτερων κερδών. Ακόμα και η δυνατότητα που δίνεται σε κάποιους ευάλωτους δανειολήπτες να νοικιάσουν το σπίτι που θα χάσουν στον πλειστηριασμό για να το ξαναγοράσουν ύστερα από 12 χρόνια έχει χαρακτηριστικά εμπαιγμού, αφού τα ενοίκια δεν θα υπολογίζονται στο τελικό τίμημα εξαγοράς.
Τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί υπέρ της ανάγκης για μια τέτοια νομοθεσία εστιάζουν κατά κύριο λόγο στο ότι τα κόκκινα δάνεια «σέρνονται» χωρίς αποτέλεσμα για μια δεκαετία, στο γεγονός ότι τέτοιες διαδικασίες ισχύουν και σε άλλες χώρες, καθώς και σε μια αναπόδεικτη γενίκευση περί «στρατηγικών κακοπληρωτών» η οποία εφαρμόζεται επί δικαίους και αδίκους.
Στην πραγματικότητα, τα κόκκινα δάνεια «σέρνονται» με ευθύνη των τραπεζών, οι οποίες δεν ήθελαν να τα αναδιαρθρώσουν για να μην εμφανίσουν την πραγματική ζημία.
Πτωχευτικές διαδικασίες ισχύουν μεν και σε άλλες χώρες (συνήθως ευνοϊκότερες για τους δανειολήπτες), αλλά εκεί η οικονομία δεν έχασε το 25% μέσα σε λίγα χρόνια, ούτε οι τράπεζες ενισχύθηκαν με περίπου 45 δισ. ευρώ και μάλιστα χωρίς αντάλλαγμα για τους φορολογούμενους που τα πλήρωσαν. Αντιθέτως, σε άλλες χώρες δημιουργήθηκαν «κακές τράπεζες» οι οποίες πήραν πάνω τους τα δάνεια, «ξαλάφρωσαν» τις τράπεζες και εξομάλυναν τις κοινωνικές παρενέργειες. Οσο για τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, υπάρχουν ασφαλείς μέθοδοι για να διαχωριστεί η ήρα από το σιτάρι, αλλά ουδείς θέλει να τις εφαρμόσει, γιατί στην πραγματικότητα το φαινόμενο είναι πολύ πιο περιορισμένο από ό,τι παρουσιάζεται και κάτι τέτοιο δεν συμφέρει όσους θέλουν τους πλειστηριασμούς.
Οι πραγματικοί στρατηγικοί κακοπληρωτές χρησιμοποιούν ακριβοπληρωμένους δικηγόρους και λογιστές με μεθόδους απρόσιτες στον μέσο δανειολήπτη. Το ίδιο ισχύει και για τα θαλασσοδάνεια που χορηγήθηκαν χωρίς εγγυήσεις, για τα οποία όμως οι τραπεζικοί απαλλάσσονται διά νόμου από τις όποιες ευθύνες.
Ολα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο κατά την οποία οι νομισματικές αρχές (κεντρικές τράπεζες) διοχετεύουν -ορθά- σε όλες τις τράπεζες σε όλο τον κόσμο -και στην Ελλάδα- τεράστιες ποσότητες ρευστότητας, προκειμένου να τις κρατήσουν όρθιες εν μέσω της κρίσης.
Η κοινή λογική θα υπαγόρευε ότι σε μια τέτοια συγκυρία θα δίνονταν χρόνος και διευκολύνσεις όχι μόνο στις τράπεζες, αλλά και στους πελάτες τους για να επιβιώσουν εν μέσω της καταιγίδας, με γνώμονα το ευρύτερο καλό της οικονομίας και της κοινωνίας.
Διότι οι μόνοι που θα κερδίσουν από τους πλειστηριασμούς είναι κάποιες εταιρείες-«κοράκια», οι οποίες ετοιμάζονται ήδη για την επερχόμενη μαζική ανακατανομή περιουσιακών στοιχείων.