Φάνηκε ότι στη διαχείριση της πανδημίας ορισμένες αποφάσεις ήταν λανθασμένες, αλλά και ότι χάθηκε η ευκαιρία να επανατοποθετηθεί η χώρα μας στο διεθνές περιβάλλον, να αλλάξει την αρνητική εικόνα που δημιουργήθηκε στα χρόνια της κρίσης χρέους και να δημιουργήσει ένα διεθνές στρατηγικό πλεονέκτημα στον πιο σημαντικό τομέα: εκείνον της δημόσιας υγείας.
Κάνει εντύπωση η αδυναμία της κυβέρνησης -αλλά και της αντιπολίτευσης- να συλλάβει την ανάγκη αναβάθμισης του συστήματος δημόσιας υγείας και τη σημασία του τελευταίου όχι μόνο για την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού, αλλά και ως στρατηγικού αναπτυξιακού εργαλείου της χώρας μας.
Είναι μεγάλο σφάλμα ότι δεν ενισχύθηκαν με προσωπικό και υποδομές οι υγειονομικές δομές του ΕΣΥ, που είναι απαραίτητες για την ανίχνευση και την αντιμετώπιση του COVID-19. Ας ευχηθούμε ότι η χώρα μας δεν θα το πληρώσει με ανθρώπινες ζωές.
Είναι όμως απογοητευτικό και το γεγονός ότι όλη η πολιτική συζήτηση εξαντλείται στο βραχυπρόθεσμο και το συγκυριακό, χωρίς να αναδεικνύεται η σημασία που έχει για κάθε χώρα ένα ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας και πόσο θα μπορούσε να συμβάλει στην ανάδειξη της Ελλάδας ως κέντρου διεθνούς πρωτοπορίας στον τομέα αυτό.
Πάντα η Υγεία ήταν το σημαντικότερο αγαθό και η εγκατάλειψη του ΕΣΥ είναι ένα διαρκές έγκλημα των τελευταίων δεκαετιών.
Υπό το φως όμως των αλλαγών που φέρνει η πανδημία (η οποία, όπως όλοι οι επιστήμονες προειδοποιούν, ακόμα και αν περάσει δεν θα είναι η τελευταία), ο τομέας της δημόσιας υγείας αναδεικνύεται στο βασικό εργαλείο για την επιβίωση μιας κοινωνίας – επιβίωση κυριολεκτική, αλλά και οικονομική.
Ο τομέας της Υγείας συνδέεται με την επιστήμη, με την οικονομία της γνώσης, με την έρευνα, με όλα όσα συνθέτουν την αιχμή του δόρατος για τις οικονομίες του 21ου αιώνα και μπορεί να αναδειχθεί σε βασικό αναπτυξιακό εργαλείο για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που δεν έχει και πολλά να παρατάξει στον διεθνή ανταγωνισμό.
Θα ήταν κωμικό, αν δεν ήταν τραγικό, το με ποιον τρόπο οι υποτιθέμενοι επαΐοντες -από τον δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό χώρο- ευαγγελίζονται τη μετατροπή της Ελλάδας σε προορισμό ιατρικού τουρισμού με «λαμπερές» startups που θα μαζεύουν κεφάλαια και θα μπαίνουν στα διεθνή χρηματιστήρια ή ακόμα σε τόπο εγκατάστασης των νέων «εργαζόμενων νομάδων» που δουλεύουν με τηλεργασία και θα προτιμήσουν την ηλιόλουστη Ελλάδα για να εγκατασταθούν.
Το μόνο που σκέφτονται ως μέσα για να φτάσουν στον σκοπό είναι… μειώσεις φορολογικών συντελεστών και ελαφρύνσεις των ασφαλιστικών εισφορών για τις εταιρείες του κλάδου.
Ζουν οι άνθρωποι ακόμα στη δεκαετία του 1990!
Λες και θα έρθουν οι «εργαζόμενοι νομάδες» σε μια χώρα χωρίς καλά νοσοκομεία και κέντρα Πρωτοβάθμιας Υγείας, χωρίς γιατρούς και νοσηλευτές υψηλού επιπέδου που μετεκπαιδεύονται διαρκώς… ακόμα κι αν ο φόρος είναι μηδέν.
Το πλεονέκτημα της Ελλάδας είναι ότι οι νέοι -έστω και για τους λάθος λόγους- επιλέγουν σκληρά και απαιτητικά επαγγέλματα όπως αυτό του γιατρού, καθώς και προηγμένες «επιστήμες ζωής» για τις οποίες δεν υπάρχουν αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Γι’ αυτό και φεύγουν στο εξωτερικό.
Τώρα, λοιπόν, είναι η ευκαιρία για μια ριζική ανασυγκρότηση του συστήματος υγείας, με έμφαση στον δημόσιο χαρακτήρα και τον προσανατολισμό στις σύγχρονες τεχνολογίες, έτσι ώστε να συνδεθεί η γνώση με την ιατρική και φαρμακευτική περίθαλψη.
Ο σπινθήρας για μια τέτοια μεταστροφή μπορεί να ξεκινήσει μόνο από το Δημόσιο, έτσι ώστε να παρασύρει και τον ιδιωτικό τομέα στην κατεύθυνση αυτή. Για πρώτη φορά μάλιστα δίνονται και αρκετά κονδύλια από την Ε.Ε. για τέτοιες δράσεις.
Χρειάζεται, όμως, και στρατηγική πολιτική σκέψη και δράση – και όχι ευκαιριακές πολιτικές παραχώρησης της δημόσιας υγείας σε ιδιωτικά συμφέροντα, υπό την πίεση και την έκτακτη ανάγκη που δημιουργεί η πανδημία.